ἐξαπωθέω

English (LSJ)

thrust away, E.Rh.811.

Spanish (DGE)

expulsar, rechazar κοὔτ' εἰσιόντας στρατόπεδ' ἐξαπώσατε οὔτ' ἐξιόντας; E.Rh.811.

German (Pape)

[Seite 871] (s. ὠθέω), heraus- u. wegstoßen, εἰσιόντας ἐξαπώσατε Eur. Rhes. 811.

French (Bailly abrégé)

ἐξαπωθῶ :
repousser.
Étymologie: ἐξ, ἀπωθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαπωθέω: изгонять, выбивать (εἰσιόντας στρατόπεδα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπωθέω: μέλλ. -ώσω καὶ -ωθήσω, ἀπωθῶ μακράν, Εὐρ. Ρῆσος 811.

Greek Monotonic

ἐξαπωθέω: μέλ. -ώσω και -ωθήσω, απωθώ μακριά, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -ώσω -ωθήσω
to thrust away, Eur.