απωθώ

From LSJ

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπωθῶ -έω) ωθώ
1. ωθώ προς τα πίσω, απομακρύνω
2. δεν δέχομαι, αρνούμαι
νεοελλ.
προκαλώ απέχθεια, είμαι αποκρουστικός
αρχ.
Ι. 1. διώχνω, εκβάλλω
2. παρασύρω μακριά
3. παραμερίζω, περιφρονώ
II. (-ούμαι)
1. αποκρούω, απομακρύνω από τον εαυτό μου
2. απομακρύνω, αποδιώχνω
3. αποφεύγω, απορρίπτω
4. αποσείω, αποτινάζω
III. ἀπωστός, -ή, -όν (ρημ. επίθ.)
1. αυτός που έχει εκδιωχθεί ή απελαθεί
2. όποιος είναι δυνατόν να απελαθεί.