ἐξείρομαι

English (LSJ)

Ion. for ἐξέρομαι.

German (Pape)

[Seite 876] –ειρύω, ion. = ἐξέρομαι, -ερύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξείρομαι: эп.-ион. = ἐξέρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξείρομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἐξέρομαι.

English (Autenrieth)

ipf. ἐξείρετο: inquire of, ask for.

Greek Monolingual

βλ. εξέρομαι.

Greek Monotonic

ἐξείρομαι: Ιων. αντί ἐξέρομαι.