ἐξελκυσμός

English (LSJ)

ὁ,
A pulling out, removal, Ruf. ap. Orib.8.39.13.
II extension, Heliod. ap.Orib.49.10.6.

German (Pape)

[Seite 876] ὁ, das Herausziehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελκυσμός: ὁ, μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ ὀστῶν ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς βάθος, Συγγρ. Ἰατρ. Ὁρισμ.

Greek Monolingual

ο (Α ἐξελκυσμός)
ιατρ. σύνολο χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η έξοδος του κυήματος από τα γεννητικά όργανα της μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών
αρχ.
1. ώθηση προς τα έξω, μετακίνηση
2. μετακίνηση.