ἐξεπομβρέω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 877] stark beregnen, Soph. frg. 470.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεπομβρέω: ниспосылать дождь Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεπομβρέω: ῥίπτω (ἐκ τοῦ οὐρανοῦ) βροχήν, οὔτ’ (ὁ Ζεὺς) ἐξεπομβρῶν Σοφ. Ἀποσπ. 470.
Greek Monolingual
ἐξεπομβρέω (AM)
(για τον Δία, τον ουρανό κ.λπ.) ρίχνω ραγδαία βροχή.