ἐξηγρόμην

French (Bailly abrégé)

v. ἐξεγείρω.

Greek Monotonic

ἐξηγρόμην: Μέσ. αόρ. βʹ του ἐξεγείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξηγρόμην: aor. med. к ἐξεγείρω.