[ᾱ], arrive at, impf. ἐξίκανε [ῑ] Orph.A.194; cf. ἐξίκω.
ἐξῑκάνω: ἐξικνοῦμαι, φθάνω εἴς τι μέρος, Φλίας δ’ ἐξίκανε περικλυτὸς Ὀρφ. Ἀργ. 195· πρβλ. ἐξίκω.
ἐξικάνω (Α)αφικνούμαι, φτάνω πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ικ-άν-ω «φθάνω» (< ρίζα ικ- του ίκ- -ω «φθάνω» με παρέκταση -αν- κατά τα φθάνω, κιχάνω)].