ἐξινιάζω
English (LSJ)
(ἶνες) take out the fibres from, καλάμους Peripl.M.Rubr. 65:—Pass., Ath.9.406a.
German (Pape)
[Seite 882] u. ἐξινίζω, die Sehnen herausnehmen, Galen.; ἐγκέφαλοι ἐξινιασθέντες Ath. IX, 406 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῑνιάζω: (ἶνες) ἐξάγω, ἀφαιρῶ τὰς ἶνας, Ἀθήν. 406Α, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 178, ἔκδ. Blanc.
Greek Monolingual
ἐξινιάζω (Α)
βγάζω, αφαιρώ τις ίνες («ἐγκεφάλους ὀρνίθων τε καὶ χοίρων ἐφθοὺς σφόδρα ἐξινιασθέντας», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ινιάζω (< ις, ινός, «ίνα»)].