ἐξώβλητος

English (LSJ)

ἐξώβλητον, outcast, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξώβλητος: ὁ, ἐκβεβλημένος ἔξω, «ἐξώβλητον (κατὰ διόρθ. Σαλμασ. ἀντὶ ἐξόβλητον), ἐξόριστον, ἀπόβλητον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐξώβλητος, -ον (Α)
απόβλητος, διωγμένος.