απόβλητος

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόβλητος, -ον) αποβάλλω
1. αυτός που έχει αποβληθεί από κάπου
2. ο απομονωμένος, ο αξιοκαταφρόνητος
αρχ.
εκείνος που είναι δυνατόν να χαθεί
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βιομηχανικά απόβλητα
κάθε στερεή, υγρή ή αέρια ουσία ή και η θερμότητα που προκύπτουν από παραγωγικές διαδικασίες και έχουν οικονομική αξία μικρότερη από το κόστος ανάκτησης τους.