ἐπάρμενος
English (LSJ)
v. ἐπαραρίσκω.
French (Bailly abrégé)
v. *ἐπαραρίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάρμενος: ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπαραρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάρμενος: sync. part. aor. med. к *ἐπαραρίσκω.
v. ἐπαραρίσκω.
v. *ἐπαραρίσκω.
ἐπάρμενος: ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπαραρίσκω.
ἐπάρμενος: sync. part. aor. med. к *ἐπαραρίσκω.