ἐπέγρετο

Greek Monotonic

ἐπέγρετο: Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του ἐπεγείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέγρετο: эп. sync. 3 л. sing. aor. 2 med.-pass. к ἐπεγείρω.