ἐπήϊεν

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. épq. de ἔπειμι².

Russian (Dvoretsky)

ἐπήϊεν: и ἐπήϊσαν эп. 3 л. sing. и pl. impf. к ἔπειμι II.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπήϊεν: ἐπήϊσαν, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ ἔπειμι (εἶμι, πορεύομαι).

Greek Monotonic

ἐπήϊεν: -ήϊσαν, Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. παρατ. του ἔπειμι (εἶμι ibo).