ἔπειμι
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
(A),
A (εἰμί sum) inf. ἐπεῖναι: Ep. impf. ἔπεσαν Od.2.344: fut. ἐπέσομαι, Ep. and Lyr. ἐπέσσομαι, 4.756, Pi.O.13.99:—to be upon, c. dat. loci, κάρη ὤμοισιν ἐπείη Il.2.259; σῆμα δ' οὐκ ἐπῆν κύκλῳ A. Th.591; in Prose mostly with Prep., ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐ. Hdt. 8.118; ἐπὶ [τῷ ποταμῷ] πύλαι ἔπεισι Id.5.52, cf. 7.176; ἐπὶ ταῖς οἰκίαις τύρσεις ἐπῆσαν X.An.4.4.2: abs., κώπη δ' ἐλέφαντος ἐπῆεν Od.21.7, cf. 2.344, Il.5.127, A.Ag.547, etc.
2 to be upon, be set upon, of names, οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέϊ Hdt.6.53; so ψεύδεσι σεμνὸν ἔπεστί τι Pi.N.7.23; τοῖσι λόγοις σῶφρον ἔ. ἄνθος Ar.Nu.1025; to be attached, μελέτη δ' ἔπεστι παντί Anacreont.58.3; οὔτε τις τάξις οὔτε ἀνάγκη ἔπεστιν αὐτοῦ τῷ βίῳ Pl.R.561d; especially of rewards and penalties, ποινά, κέρδος ἐπέσται, A.Eu.543 (lyr.), Ar.Av.597; ἔπεστι νέμεσις S.El.1467; ἔσχαται τιμωρίαι ἐπὶ ταῖς ἐπαγγελίαις ἔπεισιν Is.3.47, cf. Pl.Lg.943d: abs., Ταραντίνων οὐκ ἐπῆν ἀριθμός no count was taken, no number was attached, Hdt.7.170, cf. 191; to be at hand, be present, τίς τέρψις ἐπέσται; S.Aj.1216 (lyr.); αἰσχύνη X.Cyr.6.2.33; πιεῖν δὲ θάνατος οἶνον, ἢν ὕδωρ ἐπῇ Cratin.273 (s.v.l.); τὰ ἐπόντα accidents or characteristics, opp. τὸ ὑποκείμενον, Plot.2.4.10.
3 to be in one's possession, ἀνέρες οἷσιν ἔπεστι μέγα κράτος h.Cer.150.
4 to be imminent, ἐπόντος τοῦ φόβου τούτου D.21.9; εἰ μηδεὶς ἐπῆν ἀγὼν μηδὲ κίνδυνος ibid.
5 ἔπι for ἔπεστι (v. ἐπί E. 11).
II of time, to be hereafter, remain, ἀλλ' ἔτι πού τις ἐπέσσεται Od.4.756; to be at hand, οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν Hes.Op.114; ἐπεσσόμενοι ἄνθρωποι = generations to come, Orac. ap. Hdt.6.77, Epigr. ap. Aeschin. 3.184; ἐπεσσόμενοι alone, Theoc.12.11.
III to be set over, τισί Hdt.7.96, 8.71; ἔπεστί σφι δεσπότης νόμος Id.7.104; τίς δὲ ποιμάνωρ ἔ.; A.Pers.241 (troch.), cf. 555 (lyr.).
IV to be added, be over and above, of numbers, χιλιάδες ἔπεισι ἐπὶ ταύτῃσι ἑπτά Hdt.7.184, cf. 185; ἐπόντων τεσσάρων plus four, Arr.Tact.10.8; τὰ ἐπεσόμενα τούτοις (sc. προβάτοις) Arch.Pap.1.64 (ii B.C.).
V to be added as confirmation, ἔξορκος ἐπέσσεται Pi.O.13.99.
2 belong in addition, τὰν περὶ αὐτὸ χώραν ἐπείμειν Πριανέων Schwyzer289.27 (ii B.C.).
(B),
A (εἶμι ibo) inf. ἐπιέναι, serving in Att. as fut. of ἐπέρχομαι: Ep. 3sg. impf. ἐπήϊεν Il.17.741; 3pl. ἐπήϊσαν Od.11.233, ἐπῇσαν 19.445; Att. ἐπῇα, 3pl. ἐπῇσαν: ἐπιείσομαι, ἐπιεισαμένη (qq.v.) belong to a different word:
I come upon (in fut. sense, though this is not so fixed in Hom. as in Att.):
1 of persons, come upon, approach, Od. 16.42, etc.
b mostly in hostile sense, come against, attack, c. dat., Il. 13.482, etc.; τῷ λόφῳ ἐ. Th.4.129; in Prose also with Preps., ἐ. ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας, Hdt.7.157, Th.1.86 (v.l. πρός), etc.; πρὸς τὸ τεῖχος Id.7.4: abs., Αἰνείαν ἐπιόντα Il.13.477, cf. 5.238; ἐπάγοντες ἐπῇσαν Od.19.445; οἱ ἐπιόντες the invaders, assailants, Hdt.4.11, etc.; ὡς ἐπιών by assault, D.1.21; but ὁ ἐπιών in Trag., = ὁ τυχών, the first comer, τό γ' αἴνιγμ' οὐχὶ τοὐπιόντος ἦν ἀνδρὸς διειπεῖν S.OT 393, cf. OC752.
c get on the βῆμα to speak, v.l. for παριέναι in Th.1.72; come on, of performers, dub. l. in X.An.6.1.11.
d approach, attack a question, Arist.Ph.186a4.
2 of events, come upon or come over one, overtake, c. acc., πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν Il.1.29 (but ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα Pi.I.7(6).41); οἷός σε χειμὼν καὶ κακῶν τρικυμία ἔπεισι A.Pr.1016: c. dat., come near, ὀρυμαγδὸς ἐπήϊεν ἐρχομένοισιν Il.17.741; δεινῶν ἐπιόντων πᾶσι Ἕλλησι threatening them, Hdt.7.145: abs., χειμὼν ἐπιών Hes.Op.675; νὺξ ἐπῄει A.Pers.378, cf. X.Mem.4.3.14, An.5.7.12; τὸ ἐπιόν the (madness) which threatens me, Pl.Phdr.238d.
b c. dat. pers., come into one's head, occur to one, εἰ καὶ ἐπίοι αὐτῷ λέγειν if it so much as occurred to him to say... Id.R.388d, cf. 558a; ὅ τι ἂν ἀπὸ ταὐτομάτου ἐπίῃ μοι X.Mem.4.2.4; ἂν.. ὑμῖν ἐπίῃ σκοπεῖν D.21.185: abs., τὸ ἐπιόν = what occurs to one, Pl.Phdr.264b.
II of time, come on or after: mostly in part. ἐπιών, ἐπιοῦσα, ἐπιόν, following, succeeding, instant, ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα the coming day, Hdt.3.85, Ar.Ec.105, Pl.Cri.44a; ἡ 'πιοῦσα λαμπὰς θεοῦ E.Med.352; ἡ ἐπιοῦσα (sc. ἡμέρα) Plb.2.25.11, LXX Pr.27.1, Act.Ap.16.11; τῆς ἐ. νυκτός Pl.Cri.46a; τῇ ἐ. νυκτί Act.Ap.23.11; ὁ ἐ. βίοτος E.Or.1659; τοῦ ἐ. χρόνου Pl.Lg.769c; ἐν τῷ ἐ. χρόνῳ X.Cyr. 2.1.23; ἡ ἐ. ὥρα τοῦ ἔτους D.8.18; εἰς τὴν ἐ. ἐκκλησίαν Id.21.162, IG 22.717.16; εἰς τὴν ἐ. Πυλαίαν D.18.151; τοὐπιόν the future, E.Fr.1073.6; τῆς ἐ. ἐλπίδος Ar.Th.870; περὶ τῶν ἐπιόντων D.Ep.4.3; τῶν ἐ. ἕνεκα because of the consequences, Id.19.258.
2 generally, come after, succeed, κύματα.. βάντ' ἐπιόντα τε S.Tr.115 (lyr.); ὁ ἐπιών the successor, Id.OC1532; αὐτόματα ἔπεισιν ἐκ τῶν ἔμπροσθεν ἐπιτηδευμάτων Pl.R.427a; τὰ ἐπιόντα = the words which follow, Id.Prt.344a, cf. Sph.257c.
3 rarely, pass, elapse, ἐπιόντος τοῦ χρόνου Id.Ti. 44b.
III go over a space, traverse, visit, ἀγρόν Od.23.359; χώρους Hdt.5.74; of an officer, ἐ. πύλας E.Ph.1164; τὸ στράτευμα Th.7.78, etc.
2 go over, i.e. count over, φώκας.. ἀριθμήσει καὶ ἔπεισιν Od.4.411; think over, τῇ μνήμῃ ἕκαστα Luc.Herm.1; read, Hld.2.6.
German (Pape)
[Seite 911] ἐπιέναι (s. εἶμι), fut. ἐπιείσομαι, Il. 11, 367. 20, 454, ἐπιεισαμένη, als aor., 21, 424, impt. ἐπήϊεν, 17, 741, ἐπήϊσαν, Od. 11, 233, ἐπῇσαν, 19, 445; darauf zugehen, hinzu-, hinangehen, -kommen; Hom. τῷ δ' ἕδρης ἐπιόντι πατὴρ ὑπόειξεν Od. 16, 42; οὑπιὼν ἀεὶ ξένος Eur. Ion 323; ὥσπερ ἐκ νάματος ἐπιόντος Plat. Tim. 77 d; ἐπιόντος τοῦ γνωσομένου Crat. 493 e; Folgde; der ind. praes. bes. bei den Att. gew. mit Futurbdtg, wie Hom. vrbdt φώκας μέν τοι πρῶτον ἀριθμήσει καὶ ἔπεισιν, Od. 4, 411. Vom Redner, auftreten, Thuc. 1, 72; Luc. Pisc. 24. – Mit dem acc., ἀγρὸν ἔπειμι Od. 23, 359; πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν Il. 1, 29; aber auch ὀρυμαγδὸς ἐπήϊεν ἐρχομένοισιν, 17, 741; τὸ στράτευμα Thuc. 7, 78; Sp.; ἔπειμι γῆρας Pind. I. 6, 41. – Das part. ὁ ἐπιών, wie ἐπιτυχών, der gerade dazukommende, der erste beste, τό γ' αἴνιγμα οὐχὶ τοὐπιόντος ἦν ἀνδρὸς διειπεῖν Soph. O. R. 393, vgl. O. C. 752. – Bes. a) feindlich anrücken, angreifen, entgegentreten; c. acc., τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι Il. 11, 367. 20, 454; Aesch. οἷός σε χειμὼν καὶ κακῶν τρικυμία ἔπεισιν Prom. 116, kommt über dich; τοὺς χώρους, einfallen in, Her. 5, 74; absol., ὁ ἐπιών, der Angreifende, Il. 5, 238. 13, 477, wie χειμῶν' ἐπιόντα Hes. O. 673; Eur. Rhes. 674; Thuc. 3, 56. 6, 18; Plat. Tim. 25 c u. A.; gew. c. dat., ὅς μοι ἔπεισιν Il. 13, 482; δεινῶν ἐπιόν των τοῖς Ἕλλησιν Her. 7, 145; Thuc. 1, 137; auch ἐπιὼν τῷ λόφῳ 4, 129; vgl. τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν Ar. Ach. 627; ἐπῄει σοβαρῶς τοῖς πολεμίοις Pol. 18, 6, 7; a. Sp.; ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Her. 7, 157; ἐπὶ πολλὰ τῆς χώρας ἐπιόντες Thuc. 7, 49; πρός τινα, 1, 86; πρὸς τὸ τεῖχος 7, 4; ἐπιόντος θανάτου ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον Plat. Phaed. 106 e; von der Krankheit, anwandeln, befallen, Polit. 283 b; ἴσως κἂν ἀποτράποιτο τὸ ἐπιόν, die Anwandlung, Phaedr. 238 d; ἔπεισί μοι γελᾶν Luc. D. D. 21, 2. – b) in den Sinn kommen, beikommen, beifallen; εἰ καὶ ἐπίοι αὐτῷ τοιοῦτον ἢ λέγειν ἢ εἰπεῖν Plat. Rep. III, 388 d; ἐμοὶ ἔδοξε τοὐπιὸν εἰρῆσθαι τῷ γράφοντι Phaedr. 264 b; ὅ, τι ἂν ἀπὸ ταὐτομάτου ἐπίῃ μοι, συμβουλεύσω ὑμῖν, was mir von selbst gerade einfällt, Xen. Mem. 4, 2, 4; Sp., wie Plut. Flam. 12 Camill. 38. – c) von der Zeit, herankommen, herannahen, bevorstehen; ἐν τῷ ἐπιόντι χρόνῳ, in der Folge, Xen. Cyr. 2, 1, 23; τοῦ ἐπιόντος ἀεὶ χρόνου Plat. Legg. VI, 769 c; ἐν τῷ ἐπιόντι χρόνῳ Conv. 219 a; τοὐπιόν, die Zukunft, Luc. V. Hist. 2, 27 u. öfter; Phalar.; – folgen, ἅμα ἡμέρῃ τῇ ἐπιούσῃ, mit Anbruch des folgenden Tages, Her. 9, 42, wie Xen. An. 1, 7, 2 u. öfter; νὴ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν Ar. Eccl. 105; εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἐκκλησίαν ψηφίζεσθαι Dem. 59, 89; Folgde; auch ohne ἡμέρα, τῇ ἐπιούσῃ, κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν, Pol. 5, 13, 10 u. a. Sp. Auch πράγματα ἐπιόντα, bevorstehende Geschäfte, Verhandlungen, Dem. u. A.; καὶ τὰ ἐπ ιόντα πάντα τούτῳ μαρτυρεῖ, das Folgende, Plat. Prot. 344 a, vgl. Soph. 257 b τὶ μηνύει τὸ μή καὶ τὸ οὔ προτιθέμενα τῶν ἐπιόντων ὀνομάτων u. Rep. IV, 427 a αὐτόματα ἔπεισιν ἔκ τινος, es folgt von selbst. – Ὁ ἐπιών, der Nachfolgende, Soph. O. C. 1529. ἐπεῖναι (s. εἰμί), dabei, daran, darauf sein; ἀχλὺν ἀπ' ὀφθαλμῶν ἕλον, ἣ πρὶν ἐπῆεν Il. 5, 127, die auf den Augen lag; λεπτοτάτη δ ἐπέην ῥινὸς βοός 20, 276, über dem Schilde; κώπη δ' ἐλέφαντος ἐπῆεν, ein Griff war daran, Od. 21, 7; κάρη ὤμοισιν ἐπείη Il. 2, 259; σῆμα δ' οὐκ ἐπῆν κύκλῳ, auf dem Schilde, Aesch. Spt. 573; πόθεν τοῦτ' ἐπῆν στύγος στρατῷ Ag. 533; ποινὰ γὰρ ἐπέσται Eum. 514, die Strafe wird folgen; μελέτη δ' ἔπεστι παντί Anacr. 59, 3; λεπτὴ δ' ἐπῆν κόνις Soph. Ant. 256; ἔπεισι τοῖς λύχνοις μύκητες Ar. Vesp. 262; γέφυρα ἐπῆν Xen. An. 1, 2, 5; ἐπὶ ταῖς πλείσταις οἰκίαις τύρσεις ἐπῆσαν 4, 4, 2; ὄρος ἔπεστι ἐπὶ τῇ ἐσχατιᾷ Dem. 42, 5; ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐπεόντων συχνῶν Περσέων Her. 8, 118; τἀπὶ τοῦ πίνακος τραγήματα ἐπόντα Ar. Plut. 997; aber ἐπὶ τῷ ποταμῷ πύλαι ἔπεισι Her. 5, 52 u. χιλιάδες τε ἔπεισι ἐπὶ ταύτῃσι ἑπτά = kommen noch dazu, u. außerdem noch 7000 Mann, 7, 184. – Darüber gesetzt sein, vorstehen, τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι; Aesch. Pers. 237; καί σφι ἐπῆν στρατηγός Her. 8, 71; ἔπεστί σφι δεσπότης ὁ νόμος 7, 104. Auch οἷσιν ἐπέσται κράτος, bei denen die Macht sein wird, H. h. Cer. 150. – Womit verbunden sein, wie oben ποινά, so νυνὶ πλεῖ· κέρδος ἐπέσται, es wird Gewinn dabei sein, Ar. Av. 597; τίς μοι ἔτ' οὖν τέρψις ἐπέσται Soph. Ai. 1206; τῷ ταῦτα ποιοῦντι χάρις ἔπε στι Plat. Conv. 183 b; οὔτε τις τάξις οὐδὲ ἀνάγκη ἔπεστιν αὐτοῦ τῷ βίῳ Rep. VIII, 561 d, wie X, 597 c; φόβος, κίν- δυνος ἔπεστι, Dem. 21, 9; τιμωρίαι ἐπέστωσαν, Strafe soll darauf gesetzt sein, Plat. Legg. XII, 943 d. – Von der Zeit, zukünftig sein, bevorstehen, γῆρας, Hes. O. 114; οἱ ἐπεσσόμενοι, die später leben werden, Theocr. 12, 11; Epigr. bei Aesch. 3, 184; – ἀλλ' ἔτι πού τις ἐπέσσεται, es wird wohl noch Einer übrig bleiben, Od. 4, 756.
French (Bailly abrégé)
1inf. ἐπεῖναι, impf. ἐπῆν, etc.
I. avec idée de lieu être sur, d'où
1 être au-dessus de, τινι : μηκέτι κάρη ὤμοισιν ἐπείη IL que sa tête ne soit plus sur ses épaules ; σῆμα δ' οὐκ ἐπῆν κύκλῳ ESCHL il n'y avait pas de signe distinctif sur le bouclier ; ἐπὶ ταῖς οἰκίαις τύρσεις ἐπῆσαν XÉN sur les maisons se trouvaient des tours ; abs., épq. κώπη δ' ἐλέπαντος ἐπῆεν OD la poignée de la clé était d'ivoire (litt. au haut ou au bout de la clé la poignée, etc.) ; fig. ἐπῆν στύγος στρατῷ ESCHL la douleur s'est abattue sur l'armée;
2 être en avant de, fig. être à la tête de, être le chef, le maître;
II. avec idée de temps;
1 être ou rester à la suite de, survivre;
2 venir à la suite : ἐπεσσόμενοι ἄνθρωποι ORACL (HDT) les générations à venir;
III. avec idée de conséquence suivre, être une suite, une conséquence : ποινὰ ἐπέσται ESCHL un châtiment en sera la suite, en résultera;
IV. avec idée de nombre être ajouté à, être à la suite de : χιλιάδες δὲ ἔπεισι ἐπὶ ταύτῃσι ἑπτά HDT à ces milliers s'en ajoutent sept.
Étymologie: ἐπί, εἰμί.
2inf. ἐπιέναι, impf. ἐπῄειν, f. ἔπειμι;
I. aller sur ou vers :
1 s'avancer, s'approcher : ὁ ἐπιών SOPH celui qui s'avance, le premier venu ; particul. s'avancer à la tribune ; νὺξ ἐπῄει ESCHL la nuit approchait ; πρίν μιν γῆρας ἔπεισιν IL avant que la vieillesse ne l'atteigne;
2 avec idée d'hostilité s'avancer contre, marcher contre, attaquer : ἐπ. τινα, τινι, ἐπί τινα, πρός τινα s'avancer contre qqn ; οἱ ἐπιόντες HDT les assaillants ; fig. en parl. de choses (de malheurs, de dangers, etc.) : ἐπ. τινι, τινα fondre sur qqn;
3 se présenter par hasard à qqn : εἰ καὶ ἐπίοι αὐτῷ λέγειν PLAT même s'il lui arrivait de parler ; abs. τοὐπιόν PLAT ce qui arrive ou survient à qqn;
II. aller à la suite de : ὁ ἐπιὼν χρόνος XÉN le temps à venir, l'avenir ; ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα (ion. ἡμέρη) le jour suivant, le lendemain ; ἅμα τῇ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ XÉN, ἅμα ἡμέρῃ τῇ ἐπιούσῃ HDT dès le point du jour ; ὁ ἐπιών SOPH le descendant;
III. aller à travers : ἀγρόν OD visiter un champ ; στράτευμα THC percer une armée ; φώκας OD, ἀγροὺς ἠδὲ βοτῆρας OD passer la revue de ses phoques, de ses champs et de ses pâtres ; ἐπ. τῇ μνήμῃ LUC parcourir par le souvenir.
Étymologie: ἐπί, εἶμι.
Russian (Dvoretsky)
ἔπειμι:
I εἰμί (impf. ἐπῆν, inf. ἐπεῖναι)
1 (на чем-л., поверх чего-л. или у чего-л.) быть, находиться (τινι Hom., ἐπί τινος Her., Arph. и ἐπί τινι Her., Xen., Dem.): σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳ Aesch. (никакого) знака на щите не было; κώπη δ᾽ ἐλέφαντος ἐπῆεν Hom. рукоятка была из слоновой кости; κόνις ἐπῆν Soph. сверху лежал прах; γέφυρα ἐπῆν ἑπτὰ ἐζευγμένη πλοίοις Her. мост был наведен на семи судах;
2 (в чем-л. содержаться, чему-л.) быть свойственным, присущим (τινι Arph., Plat., Plut. и ἐπί τινι Arst.): ἐπῆν στύγος στρατῷ Aesch. скорбь охватила войско;
3 принадлежать (μέγα κράτος ἔπεστί τινι HH);
4 досл. находиться над головой, нависать, перен. угрожать (ἔπεστι κίνδυνος Dem.);
5 быть в наличии, быть известным (τῶν πλοίων οὐκ ἐπῆν ἀριθμός Her.);
6 причитаться, надлежать (τῷ ταῦτα ποιοῦντι χάρις ἔπεστι Plat.): ὄφλουσι τιμωρίαι ἐπέστωσαν Plat. на признанных виновными пусть будут наложены наказания;
7 возглавлять, начальствовать (τίς ποιμάνωρ ἔπεστι; Aesch.): ἔπεστί σφι δεσπότης νόμος Her. у них (лакедемонян) господствует закон;
8 приходить, добавляться: χιλιάδες ἔπεισι ἐπὶ ταύτῃσι ἑπτά Her. к этим (тысячам) следует добавить еще семь (тысяч);
9 следовать (во времени), предстоять (ποινὰ ἐπέσται Aesch.; κέρδος ἐπέσται Arph.; τίς μοι τέρψις ἐπέσται; Soph.): οἱ ἐπεσσόμενοι (ἄνθρωποι) Her., Theocr., Plut.; последующие поколения, потомки; ἀλλ᾽ ἔτι πού τις ἐπέσσεται Hom. ведь кто-нибудь еще да останется.
II εἶμι (impf. ἐπῄειν - эп. 3 л. sing. ἐπήϊεν, fut. ἔπειμι, inf. ἐπιέναι)
1 (к чему-л.) идти, подходить, приближаться (ἕδρης Hom.; τὸ ἄνωθεν ἐπιὸν ὕδωρ Arst.): τῆς θαλάσσης τὰ μὲν ἀπολειπούσης, τὰ δ᾽ ἐπιούσης Arst. во время морского отлива или прилива; κελεύειν τινὰ ἐπιέναι Thuc. предложить кому-л. подойти (к трибуне), т. е. выступить с речью; τοῦτον τὸν τρόπον ἐ. Arst. подойти (к вопросу) следующим образом;
2 устремляться, бросаться (τινά Hom., Aesch. и τι Her., τινί Hom., Her., ἐπί τινα Her., Thuc., πρός τινα и πρός τι Thuc.): νάμα ἐπιόν Plat. низвергающийся поток; τὸν ἐπιόντα δέξασθαι δουρί Hom. встретить нападающего копьем; οἱ ἐπιόντες Her., Thuc., Arst.; нападающие, противники, враги; τὸ νόσημα ἂν ἐπίῃ Plat. если постигнет (случится) болезнь; ἐπῄει μοι γελᾶν Luc. меня стал разбирать смех; πρίν μιν γῆρας ἔπεισιν Hom. прежде, чем она не состарится;
3 (о или во времени), приходить, приближаться, наступать, следовать (χειμὼν ἐπιών Hes.: νὺξ ἐπῄει Aesch.): ὁ ἐπιὼν χρόνος Xen., Plat., τὸ ἐπιόν Arst. и τοὐπιόν Aesch., Luc.; предстоящее время, будущее; ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα Her., Xen.; следующий (завтрашний) день; (ἅμα) τῇ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ Xen. или τῇ ἐπιούσῃ Polyb., τῆς ἐπιούσης ἡμέρας Plat. и κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν (ἡμέραν) Polyb. на следующий день, назавтра; ὁ ἐπιών Soph. наследник, потомок; τῶν ἐπιόντων ἕνεκα Dem. ввиду предстоящих обстоятельств;
4 попадаться (навстречу), встречаться, случаться: ὁ ἐπιών Soph. первый встречный; οὑπιὼν ἀεὶ ξένος Eur. любой из попадавшихся иноземцев; εἰ καὶ ἐπίοι αὐτῷ τοιοῦτον λέγειν Plat. если ему и придет в голову сказать нечто подобное; ἂν ὑμῖν ὀρθῶς ἐπίῃ σκοπεῖν Dem. если бы вам довелось правильно взглянуть (на дело); ὅ τι ἂν ἐπίῃ μοι Xen. что ни придет мне в голову; τοὐπιόν Plat. осенившая (вдруг) мысль, наитие;
5 проходить (вдоль, поперек, через), перен. обозревать, осматривать (ἀγροὺς καὶ βοτῆρας Hom.; στράτευμα Thuc.): ἐπιέναι τῇ μνήμῃ τι Luc. пробегать памятью что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπειμι: (εἰμί, ὑπάρχω), ἀπαρ. ἐπεῖναι: μέλλ. ἐπέσομαι. Εἶμαι ἐπί, μετὰ δοτ. τόπου, κάρη ὤμοισιν ἐπείη Ἰλ. Β. 259· οὕτω παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, σῆμα δ’ οὐκ ἐπῆν κύκλῳ Αἰσχυλ. Θηβ. 591, πρβλ. Ἀγ. 547, κτλ.· ἀλλ’ ἐν τῇ πεζολογίᾳ τὸ πλεῖστον μετὰ προθ., ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐπεόντων συχνῶν Περσέων Ἡρόδ. 8. 118· ἐπὶ τῷ ποταμῷ πύλαι ἔπεισι ὁ αὐτ. 5. 52, πρβλ. 7. 176· ἐπὶ ταῖς οἰκίαις τύρσεις ἐπῆσαν Ξεν. Ἀν. 4. 4, 2· ἀπολ., κώπη δ’ ἐλέφαντος ἐπῆεν δηλ. τῇ κληῖδι Ὀδ. Φ. 7, πρβλ. Β. 344, Ἰλ. Ε. 127, κτλ. 2) εἶμαι ἢ ὑπάρχω ἐπάνω εἴς τι, ἐπὶ ὀνομάτων, οὐκ ἐπῆν ἐπωνυμίη Ἡρόδ. 6. 53· οὕτω, ψεύδεος σεμνὸν ἔπεστι Πίνδ. Ν. 7. 31· ὡς ἡδύ σου τοῖσι λόγοις σῶφρον ἔπεστιν ἄνθος Ἀριστοφ. Νεφ. 1025· ― ἐπὶ ἀμοιβῶν καὶ ποινῶν, ποινά, κέρδος ἐπέσται Αἰσχυλ. Εὐμ. 541, Ἀριστοφ. Ὄρν. 597· ἔπεστι νέμεσις Σοφ. Ἠλ. 1467· ἔσχαται τιμωρίαι ἐπὶ ταῖς ἐπαγγελίαις ἔπεισι Ἰσαῖος 42. 34, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 943D· - ἀπολ. ὡς τὸ πάρεστι, τέρψις ἔπεστι Σοφ. ἐν Αἴ. 1216· αἰσχύνη Ξεν. Κύρ. 6. 2, 33· πιεῖν δὲ θάνατος οἶνον, ἢν ὕδωρ ἐπῇ Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 16. 3) ἐνυπάρχω, ἀνέρας, οἷσιν ἔπεστι μέγα κράτος ἐνθάδε τιμῆς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 150. 4) Ταραντίνων οὐκ ἐπέην ἀριθμός, τῶν δὲ (φονευθέντων) Ταραντίνων ἀδύνατος ἦν ἡ ἀρίθμησις (ἕνεκα τοῦ πλήθους), Ἡρόδ. 7. 170· οὕτως ἐν τῷ ἔπι ἀντὶ τοῦ ἔπεστι, ἴδε ἐπὶ Ε. ΙΙ. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἀλλ’ ἔτι πού τις ἐπέσσεται, ἀντὶ τοῦ μετὰ ταῦτα ἔσται, καὶ ὡς εἰπεῖν ἐπιγενήσεται, ὅθεν καὶ ἐπίγονος ὁ γένους διάδοχος» (Εὐστ.), Ὀδ. Δ. 756· οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν, ὑπῆρχεν αὐτοῖς, Ἡσ. Ἔργ, κ. Ἡμ. 114· ἐπεσόμενοι ἄνθρωποι, οἱ ἐν τῷ μέλλοντι ἐσόμενοι, ὤς ποτέ τις ἐρέει καὶ ἐπεσσομένων ἀνθρώπων Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 77· μᾶλλόν τις τάδ’ καὶ ἰδὼν καὶ ἐπεσσομένων ἐθελήσει... μόχθον ἔχειν Ἐπίγραμμ. παρ’ Αἰσχίνῃ 80.16. ΙΙΙ. εἶμαι ἐπὶ κεφαλῆς, προΐσταμαι, Λατ. praesse, τούτοισι πᾶσι... ἐπῆσαν... ἡγεμόνες Ἡρόδ. 7. 96· καί σφι ἐπῆν στρατηγὸς Κλεόμβροτος ὁ αὐτ. 8. 71· ἔπεστί σφι δεσπότης ὁ νόμος ὁ αὐτὸς 7. 104· τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι κἀπιδεσπόζει στρατῷ; Αἰσχυλ. Πέρσ. 241. πρβλ. 555. IV. ἐπὶ προσθήκης καὶ ἑτέρου ἀριθμοῦ τῷ ἤδη ὑπάρχοντι, χιλιάδες τε ἔπεισι ἐπὶ ταύτῃσι (δηλ. ταῖς πεντήκοντα μυριάσι) ἑπτὰ Ἡρόδ. 7. 184, πρβλ. 185. V. ἐπιβεβαιῶ, ὑποστηρίζω, τινι Πίνδ. Ο. 13. 141.
English (Autenrieth)
(1) (εἰμί), opt. ἐπείη, ipf. 3 sing. ἐπέην and ἐπῆεν, 3 pl. ἔπεσαν, fut. ἐπέσσεται: be upon, be remaining, Il. 2.259, Od. 2.344, Od. 4.756. See ἔπι, under ἐπί.
(2) (εἶμι), ἔπεισι, part. ἐπιών, ipf. ἐπήιε, ἐπήισαν, ἐπῇσαν, mid. fut. ἐπιείσομαι, aor. part. ἐπιεισαμένη: go or come upon or at; abs., or w. acc. of place or person, ἀγρόν, Od. 23.359; met., πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν, ‘shall come upon’ her, Il. 1.29; also w. dat., τοῖς ὀρυμαγδὸς ἐπήιεν, ‘came to their ears,’ Il. 17.741; especially in hostile sense, attack, w. acc. or dat., Il. 11.367, Il. 13.482.
English (Slater)
ἔπειμι
a approach ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα (fut. ?) (I. 7.41)
b go over ἐπῇεν (sc. Ἀπόλλων) γᾶν τε καὶ θάλασσαν (Schr.: ἐπῄει codd. Strabonis) fr. 51a. 1.
ἔπειμι
a lie upon c. gen. ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών (Heyne: ἔπεστι φέγγος codd.) (P. 8.97)
b c. dat. ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (N. 7.23) ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἑξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ i. e. lends weight to my words (O. 13.99) frag. ]γὰρ ἐπῆν πόνος[ (Pae. 8.88)
Greek Monolingual
(I)
ἔπειμι (Α) ειμί
1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.)
2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.)
3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ' ἔπεστι νέμεσις», Σοφ.)
4. απόλ. απρόσ. ἔπεστι
πάρεστι
5. βρίσκομαι στην κατοχή κάποιου («ἀνέρας, οἶσιν ἔπεστι μέγα κράτος ἐνθάδε τιμῆς», Ύμν. εις Δήμ.)
6. επίκειμαι, απειλώ («ὅπου γὰρ ἐπόντος τοῦ φόβου τούτου», Δημοσθ.)
7. (για χρόνο) απομένω, υπολείπομαι («ἀλλ' ἔτι πού τις ἐπέσσεται», Ομ. Οδ.)
8. είμαι επικεφαλής, προΐσταμαι («τούτοισι πᾱσι... ἐπῆσαν... ἡγεμόνες», Ηρόδ.)
9. (για αριθμό) προστίθεμαι σε άλλο αριθμό («χιλιάδες τε ἔπεισι ἐπὶ ταύτησι ἑπτά», Ηρόδ.)
10. προστίθεμαι ως επιβεβαίωση («ἔξορκος ἐπέσσεται», Πίνδ.)
11. ανήκω επί πλέον
12. ἔπι αντί ἔπεστι
υπάρχει («ἐπεὶ οὔ τοι ἔπι δέος», Ομ. Ιλ.).
(II)
ἔπειμι (Α) είμι
1. (με εχθρ. σημ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («Αἰνείαν ἐπιόντα πόδας ταχύν, ὅς μοι ἔπεισιν», Ομ. Ιλ.)
2. πλησιάζω κάποιον («ἕδρης ἐπιόντι», Ομ. Οδ.)
3. ανεβαίνω στο βήμα να μιλήσω («οἱ δέ [Λακεδαιμόνιοι] ἐκέλευόν τε ἐπιέναι», Θουκ.)
4. έρχομαι σε συμπόσιο μετά από κάτι («ἐπὶ τούτῳ ἐπιόντες οἱ Μαντινεῖς... ᾔεσάν τε ἐν ῥυθμῷ», Ξεν.)
5. (για κακό) φθάνω, βρίσκω («πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν», Ομ. Ιλ.)
6. απόλ. ενσκήπτω («νὺξ ἐπῄει», Αισχύλ.)
7. πηγαίνω σ' ένα μέρος («ἐγὼ πολυδένδρεον ἀγρὸν ἔπειμι», Ομ. Οδ.)
8. (με δοτ. προσ.) έρχεται στο μυαλό μου, μού 'ρχεται («εἰ καὶ ἐπίοι αὐτῷ λέγειν», Πλάτ.)
9. (με δοτ.) πλησιάζω («ὀρυμαγδὸς ἐπήϊον ἐρχομένοισι», Ομ. Ιλ.)
10. (για χρόνο) έρχομαι πάνω στην ώρα ή αμέσως μετά
11. διαδέχομαι, ακολουθώ («κύματα... βάντ' ἐπιόντα τ' ἴδῃ», Σοφ.)
12. περνώ («ἐπιόντος τοῦ χρόνου», Πλάτ.)
13. (για αξιωματικό) επισκέπτομαι για επιθεώρηση
14. ερευνώ, αναλαμβάνω ένα ζήτημα
15. απαριθμώ («φώκας μέντοι πρῶτον ἀριθμήσει καὶ ἔπεισιν», Ομ. Οδ.)
16. διαβάζω
17. (μτχ.) ἐπιών, -οῦσα, -όν
επόμενος, προσεχής («τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν», Αριστοφ.)
18. φρ. «ὁ ἐπιών
ακόλουθος, διάδοχος.
Greek Monotonic
ἔπειμι: (εἶμι ibo), απαρ. -ιέναι, που χρησιμ. στην Αττ. ως μέλ. του ἐπέρχομαι· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. ἐπήϊεν, πληθ. επήϊσαν και ἐπῇσαν, Αττ. ἐπῄειν, γʹ πληθ. ἐπῄεσαν· μέλ. ἐπιείσομαι, θηλ. μτχ. Μέσ. αορ. αʹ ἐπιεισαμένη·
I. επέρχομαι· 1. α) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, σε Ομήρ. Οδ. β) κυρίως με εχθρική σημασία, έρχομαι ή βαίνω εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, προσβάλλω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., στον ίδ., σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Όμηρ.· οἱ ἐπιόντες, οι εισβολείς, οι επιδρομείς, σε Ηρόδ.· αλλά ὁ ἐπιών = ὁ τυχών, αυτός που έρχεται πρώτος, σε Σοφ. γ) ανεβαίνω στο βῆμα για να μιλήσω, σε Θουκ.· έρχομαι στη σκηνή, σε Ξεν. 2. α) λέγεται για γεγονότα κ.λπ., επέρχομαι, πέφτω πάνω σε κάποιον, τον καταλαμβάνω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· με δοτ., πλησιάζω, απειλώ, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. β) με δοτ. προσ., μπαίνει στο μυαλό μου, σε Πλάτ., Ξεν.· απόλ., τοὐπιόν, αυτό που έρχεται στο μυαλό κάποιου, σε Πλάτ.
II. λέγεται για χρόνο, επέρχομαι ή έπομαι, κυρίως ως μτχ. ἐπιών, -οῦσα, -όν, αυτός που ακολουθεί, επόμενος, διαδοχικός, μελλοντικός, στιγμιαίος, άμεσος, ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα, η μέρα που έρχεται, η επόμενη μέρα, σε Ηρόδ.· ὁ ἐπιὼν βίοτος, σε Ευρ.· τὰ ἐπιόντα, συνέπειες, επακόλουθα, σε Δημ.· ὁ ἐπιών, ο διάδοχος, σε Σοφ.
III. 1. διασχίζω, περνώ μία απόσταση, διατρέχω, μεταβαίνω, επισκέπτομαι, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. επισκοπώ, διέρχομαι ή αναμετρώ, σε Ομήρ. Οδ.
• ἔπειμι: (εἰμί sum), απαρ. -εἶναι, μέλ. -έσομαι, Επικ. -έσσομαι·
I. 1. βρίσκομαι πάνω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· αλλά στον πεζό λόγο με πρόθ., ἐπὶ τοῦ καταστρώματος, σε Ηρόδ.· ἐπὶ ταῖς οἰκίαις, σε Ξεν.
2. είμαι, τοποθετούμαι πάνω σε κάτι, σε Ηρόδ.· λέγεται για αμοιβές και ποινές, αποδίδομαι ή συνάπτομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. λέγεται για χρόνο, υπολείπομαι, απομένω, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπεσσόμενοι ἄνθρωποι, οι μελλοντικές γενιές, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.· επίσης σε Σοφ., Ξεν.
III. εξουσιάζω, είμαι αρχηγός, Λατ. praeesse, τισι, σε Ηρόδ.
IV. επιπροστίθεμαι, λέγεται για αριθμούς, στον ίδ.
Middle Liddell
εἶμι ibo] inf. -ιέναι [serving in Attic as fut. of ἐπέρχομαι epic 3rd sg. imperf. ἐπήϊεν pl. ἐπήϊσαν ἐπῇσαν Attic ἐπῄειν 3rd pl. ἐπῄεσαν fut. ἐπιείσομαι part. fem. aor1 mid. ἐπιεισαμένη
I. to come upon:
1. come near, approach, Od.
b. mostly in hostile sense, to come or go against, attack, assault, c. acc., Il.; c. dat., Il., Hdt., Attic; absol., Hom.; οἱ ἐπιόντες the invaders, assailants, Hdt.; but ὁ ἐπιών = ὁ τυχών, the first comer, Soph.
c. to get on the βῆμα to speak, Thuc.: to come on the stage, Xen.
2. of events, etc., to come upon one, overtake, c. acc., Il., Aesch.: c. dat. to come near, threaten, Il., etc.
b. c. dat. pers. to come into one's head, occur to one, Plat., Xen.;—absol., τοὐπιόν what occurs to one, Plat.
II. of time, to come on or after: mostly in part. ἐπιών, οῦσα, όν, following, succeeding, instant, ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα the coming day, Hdt.; ὁ ἐπιὼν βίοτος Eur.; τὰ ἐπιόντα the consequences, Dem.; ὁ ἐπιών the successor, Soph.
III. to go over a space, to traverse, visit, c. acc., Od., Hdt., etc.
2. to go over, i. e. count over, Od.
εἰμὶ sum] inf. -εἶναι fut. -έσομαι epic -εσσομαι
I. to be upon, c. dat., Il., Aesch.; but in Prose with prep., ἐπὶ τοῦ καταστρώματος Hdt.; ἐπὶ ταῖς οἰκίαις Xen.
2. to be set upon, Hdt.:—of rewards and penalties, to be affixed or attached, Aesch., etc.
II. of time, to be hereafter, remain, Od.; ἐπεσσόμενοι ἄνθρωποι generations to come, Orac. ap. Hdt.:—also to be at hand, Soph., Xen.
III. to be set over, Lat. praeesse, τισι Hdt.
IV. to be added, be over and above, of numbers, Hdt.
Chinese
原文音譯:™pioàsa 誒披-烏沙
詞類次數:動詞(5)
原文字根:在上-是(去)
字義溯源:接著來,其次的,第二天,第二,次日,當;由(ἐπί)*=在⋯上)與(εἰμί)X*=行走,去)組成。這字五次全用在使徒行傳
出現次數:總共(5);徒(5)
譯字彙編:
1) 第二天(2) 徒16:11; 徒21:18;
2) 當(1) 徒23:11;
3) 次日(1) 徒20:15;
4) 第二(1) 徒7:26
Lexicon Thucydideum
esse super, to be left, 4.128.1, [vulgo et libri commonly and books ἐπιόντας] 4.131.2, [iterum vulgo again commonly ἐπιόντας, cf. Popp. adn. compare Poppo's note]
advenire, supervenire, to come to, arrive, 1.36.2, 2.49.3, 2.52.1. 3.68.1, 3.103.1. 3.104.5. 4.25.9,
similiter similarly 4.44.5. et and 4.72.2. 4.85.2. 4.93.2, 4.96.5, 4.98.3, 4.129.5, 5.9.8, 6.4.2. 7.27.3, [vulgo commonly ἐπιουσῶν] 7.42.2, 7.47.3. 7.55.1. 7.59.1. 7.64.1. 8.16.3. 8.20.1, 8.71.3. 8.85.1.
de stato tempore, concerning a fixed time 1.126.5, [vulgo commonly ἐπῆλθεν] 6.57.1, 8.94.1, [depravati codd. corrupted manuscripts συνῆλθεν]
insequi, to pursue, prosecute, 4.38.4, 4.130.1. 4.134.1, 7.6.4. 7.74.1, 8.2.2,
prodire (in concionem aut simil.), to come forward (before the assembly etc.), 1.72.3, [vulgo commonly παριέναι], 1.90.5, 1.91.4, 1.119.1. 3.52.5.
obire, invisere, peragrare, to go around, visit, traverse, 4.85.6, 4.96.1, 5.10.3, 5.66.4, 5.110.2, 7.78.1, 8.54.4,
Transl. translate exsequi, perficere, to accomplish, carry out, 1.97.1,
insistere, to stand on, persist, 3.23.5,
aggredi, invadere, to attack, assail, 1.2.2, 1.18.2, (adventantibus, to those arriving). 1.35.4. 1.62.3. 1.69.2, 1.69.5, 1.70.4. 1.70.7. 1.83.1, 1.86.5, [vulgo et Bekk. commonly and in Bekker's text ἐπὶ] 1.90.2. 1.123.2. 1.124.3. 1.137.4. 2.11.3. 2.11.5, 2.11.8. 2.18.4. 2.36.4, 2.39.2, 2.41.3. 2.64.1. 2.65.11, 2.79.6. 2.89.6, 2.99.6. 2.100.1. 3.11.1. 3.11.3, 3.15.1. 3.16.1. 3.21.1, 3.47.2, 3.48.2. 3.56.2. 3.56.4, 3.62.5 [ubi nonnulli codd. where several manuscripts εἰπόντων]. 3.74.2. 3.84.1. 3.84.13.89.2, 3.90.4. 3.97.2. 3.97.3. 3.101.2. 4.1.2, 4.32.3. 4.32.4. 4.33.1, 4.43.3. 4.44.3, 4.44.5. 4.61.3, 4.61.5. 4.64.1. 4.64.4. 4.73.1. 4.73.4. 4.85.6, 4.92.1. 4.92.2. 4.92.24.3.1. 4.5.1. 4.7.1. 4.93.2. 4.93.2 [vulgo commonly τι] 4.96.1. 4.107.1. 4.125.1. 4.125.2. 4.126.1. 4.129.4, 5.10.5. 5.65.2. 5.72.4. 5.97.1. 5.109.1, 6.18.1. 6.18.2, 6.21.2. 6.31.6. 6.33.4. 6.34.8, 6.34.9. 6.34.96.37.1. 6.41.2. 6.68.4, 6.69.1 [ubi Vat. et alii where Vatican and other manuscripts ἀπελθεῖν]. 6.79.1. 6.92.2, 6.92.4. 6.101.6. 7.3.1. 7.4.2 [ubi Vat. where Vatican manuscript ἀπῄει]. 7.11.3. 7.27.4. 7.49.2. 7.55.2, 7.58.4. 7.64.1, 7.71.1. 7.77.4. 7.79.5.
Transl. translate 4.86.6, [praeterea vulgo pro moreover commonly instead of ἀπιέναι,6.69.1. et pro and instead of ἐπεῖναι,4.128.1. 4.131.2.]