ἐπίκλαυτος
English (LSJ)
ἐπίκλαυτον, tearful, νόμος Ar.Ra.684 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 949] weinerlich, kläglich, ἀηδόνιος νόμος Ar. Ran. 682.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lamentable.
Étymologie: ἐπικλάω².
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκλαυτος: -ον, «γοερός, θρηνητικὸς» (Σουΐδ.)˙ κελαδεῖ δ’ ἐπίκλαυτον ἀηδόνιον νόμον Ἀριστοφ. Βάτρ. 684.
Greek Monolingual
ἐπίκλαυτος, -ον (Α)
θρηνητικός, κλαψιάρικος, ελεγειακός («κελαδεῖ δ’ ἐπίκλαυτον ἀηδόνιον νόμον», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐπίκλαυτος: -ον, θρηνητικός, ένδακρυς, γοερός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐπί-κλαυτος, ον
tearful, Ar.