ἐπίλαμπτος

English (LSJ)

ἐπίλαμπτον, Ion. for ἐπίληπτος.

German (Pape)

[Seite 956] ion. = ἐπίληπτος, dabei ertappt, z. B. ἀφάσσουσα, beim Zufühlen, Her. 3, 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ion. c. ἐπίληπτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίλαμπτος: Her. = ἐπίληπτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίλαμπτος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἐπίληπτος.

Greek Monolingual

-ον (Α)
βλ. επίληπτος.

Greek Monotonic

ἐπίλαμπτος: -ον, Ιων. αντί ἐπίληπτος.

Middle Liddell

ἐπίλαμπτος, ον [ionic for ἐπίληπτος.]