επίληπτος
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
Greek Monolingual
ἐπίληπτος και ιων. τ. ἐπίλαμπτος, -ον (Α) επιλαμβάνω
1. αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς ἐπίληπτος ᾑρέθη», Σοφ.)
2. αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος
3. ανίκανος, ανίσχυρος
4. αυτός που πάσχει από επιληψία.