επίληπτος

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

ἐπίληπτος και ιων. τ. ἐπίλαμπτος, -ον (Α) επιλαμβάνω
1. αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς ἐπίληπτος ᾑρέθη», Σοφ.)
2. αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος
3. ανίκανος, ανίσχυρος
4. αυτός που πάσχει από επιληψία.