ἐπίμακρος

English (LSJ)

ἐπίμακρον, oblong, Hp.Art.79 (v.l. ὑπόμακρος).

German (Pape)

[Seite 959] länglich, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμακρος: -ον, ἐπιμήκης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838, ἔνθα ἐπανορθωτέον ὑπόμακρος, ἴδε Littré τ. 4. σ. 316.

Greek Monolingual

ἐπίμακρος, -ον (Α) μακρός
επιμήκης.