ἐπίπας

English (LSJ)

πασα, παν, = σύμπας, Cret. fem. ἐπίπανσα Schwyzer176.2: pl. ἐπίπαντες ib.198.15 (Crete, ii B.C.), AP12.87 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 968] ασα, αν, insgesammt, im plur., Inscr.

Greek Monolingual

ἐπίπας, -ασα, -αν (Α) πας
όλος, ολόκληρος, σύμπας.