ἐπίσιστον

English (LSJ)

τό, a cry to urge on dogs, AB252, EM363.54.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσιστον: τό, «τὸ συρίζοντας ἐποτρύνειν καὶ ἐπισπέρχειν τοὺς κύνας ἐπὶ τὰ ἔργα ἐν τοῖς κυνηγεσίοις ἐπίσιστον καλοῦσιν» Α. Β. 252. 23, Ε. Μ. 363. 54.

Greek Monolingual

ἐπίσιστον, τὸ επισίζω
προτροπή στο σκυλί να τρέξει ή να επιτεθεί.