ἐπίστενος

English (LSJ)

ἐπίστενον, contracted, Arist.HA514b23 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 984] etwas eng, Arist. H. A. 3, 4.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστενος: (только в compar. ἐπιστενώτερος) сулившийся, суженный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστενος: -ον, συνεσταλμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 7. ἐν τῷ συγκρ.

Greek Monolingual

ἐπίστενος, -ον (Α) στενός
αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή ἀορτή... εὖ μάλα κοίλη, προϊοῦσα δὲ ἐπιστενοτέρα», Αριστοτ.).