ἐπίστημος

English (LSJ)

ἐπίστημον, = ἐπιστήμων, knowing, c.gen.rei, Hp.Epid.6.8.10. Adv. ἐπιστήμως skilfully, IGRom.3.208 (Ancyra).

German (Pape)

[Seite 984] wissend, kundig, τινός, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστημος: -ον, = ἐπιστήμων, γιγνώσκων, μετὰ γεν. πράγμ., Ἱππ. 1200C.

Greek Monolingual

ἐπίστημος, -ον (Α) επιστήμων
αυτός που γνωρίζει καλά κάτι.