ἐπιστήμων
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
ἐπιστήμον, gen. ονος, (ἐπίσταμαι)
A knowing, wise, prudent, ἐ. βουλῇ τε νόῳ τε Od. 16.374; ἄρχοντες X.Oec.21.5; ἐπιστήμων γὰρ εἶ, = ἐπίστασαι γάρ, E. Supp.843.
2. acquainted with a thing, skilled or versed in, c. gen., κακῶν S.Fr.589; ἐπιστήμων τῆς θαλάσσης, ἐπιστήμων τοῦ ναυτικοῦ, Th.1.142, 8.45; ἐπιστήμων τῆς τέχνης Pl.Grg.448b; ἐπιστήμων τῶν τόπων POxy.1469.12 (iii A.D.); also περί τινος or τι, Pl.R.599b, Sis.389e: with neut. Adj., τὰ προσήκοντα ἐπιστήμων X.Cyr.3.3.9, cf. Oec.2.16 (Sup.).
3. c. inf., knowing how, λέγειν τε καὶ σιγᾶν Pl.Phdr.276a, cf. X.Oec.19.16: Comp. ἐπιστημονέστερος Pl.Chrm.174a. Adv. Comp. . ἐπιστημονέστερον X.Oec.3.14: Sup. ἐπιστημονέστατα Pl.R.534d.
II. possessed of perfect knowledge, Id.Plt.301b, etc.; opp. δοξαστής, τινός Id.Tht.208e, in Arist., scientifically versed in a thing, AP0.74b28, Cat.11a33. Adv. ἐπιστημόνως = with knowledge, with learning, wisely, ἐπιστημόνως ἔχειν πρός τι Pl.Sph.233c: ἐπιστημόνως λέγειν = with science, with art, Id.Tht.207b; εἰπεῖν use technical or scientific terminology, Aristid.Or.26(14).97.
German (Pape)
[Seite 984] ον, verständig, kundig, ἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε Od. 16, 374; Eur. Suppl. 843; gew. τινός, einer Sache kundig, sie verstehend, erfahren worin, κακῶν Soph. frg. 514; τῆς θαλάττης Thuc. 1, 142; τοῦ ναυτικοῦ 8, 45; τῆς τέχνης Plat. Gorg. 448 b; λέγειν τε καὶ σιγᾶν Phaedr. 276 a; τούτων πέρι Rep. X, 599 b; ἅπερ ἐπιστήμονες ταῦτα καὶ σοφοί Theaet. 145 e, wie τὰ προσήκοντα Xen. Cyr. 3, 3, 9; neben τεχνικός u. δυνατός Plat. Theaet. 207 c Rep. X, 618 c; – ἐπιστημονέστερος, Plat. Charm. 174 a. – Adv. ἐπιστημόνως, verständig, kundig, geschickt, ἔχειν πρός τι Plat. Soph. 233 c; τοξεύειν Xen. Cyr. 1, 5, 11.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 qui sait, qui est instruit ou qui a l'expérience de : τινος, τι savant ou habile en qch ; abs. sage, prudent;
2 qui sait en parl. du savoir acquis par l'étude;
Cp. ἐπιστημονέστερος, Sp. ἐπιστημονέστατος.
Étymologie: ἐπιστήμη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστήμων: 2, gen. ονος
1 знающий, сведущий, опытный (τινός Soph., Thuc., Plat. или τι Xen.; περί τινος или περί τι Plat.): ἐ. βουλῇ τε νόῳ τε Hom. рассудительный и умный; τῆς θαλάσσης ἐ. Thuc. опытный моряк; ἐ. τὰ προσήκοντα τῇ ὁπλίσει Xen. умеющий владеть оружием;
2 филос. истинно знающий, обладающий подлинным знанием: αὐτοῦ ἐ. γεγονώς, οὗ πρότερον ἦν δοξαστής Plat. действительно познавший то, о чем прежде имел лишь представление (т. е. мнимое знание).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστήμων: ἐπιστῆμον, γεν. -ονος, (ἐπίσταμαι) ἐπιστάμενος, γινώσκων, συνετός, ἐπ. βουλῇ τε νόῳ τε Ὀδ. ΙΙ. 374· ἄρχοντες Ξεν. Οἰκ. 21, 5· ἐπιστήμων γὰρ εἶ = ἐπίστασαι γὰρ Εὐρ. Ἱκ. 843. 2) ἔχων γνῶσιν ἢ ἐμπειρίαν πράγματός τινος, ἔμπειρος, πεπειραμένος, μετὰ γεν., κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 514· τῆς θαλάσσης, τοῦ ναυτικοῦ Θουκ. 1. 142., 8. 45· τῆς τέχνης Πλάτ. Γοργ. 448Β· ὡσαύτως, περί τινος ἢ τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 599Β, κτλ.· μετ’ οὐδ. ἐπιθ. ἐν χρήσει ὡς ἐπιρρήματος, τὰ προσήκοντα ἐπιστήμων Ξεν. Κύρ. 3. 3, 9, πρβλ. Οἰκ. 2, 16. 3) μετ’ ἀπαρ., γινώσκων πῶς νά..., λέγειν τε καὶ σιγᾶν Πλάτ. Φαίδων, 276Α, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 16. ― Συγκρ. -ονέστερος, Πλάτ. Χαρμ. 174Α. ― Ἐπίρρ. ἐπιστημόνως, μετὰ γνώσεως, ἐπιτηδείως, ἐμπείρως, λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 207Β· ἔχειν πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 233C· συγκρ. -έστερον Ξεν. Οἰκ. 3, 14· ὑπερθ. -έστατα Πλάτ. Πολ. 534D. ΙΙ. κάτοχος ἐντελοῦς γνώσεως, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 301Β, κτλ.· ἀντίθετον τῷ δοξαστής, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 208Ε· παρ’ Ἀριστ., ὁ ἐπιστημονικῶς γινώσκων τι, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 6, 4, Κατηγ. 8, 41.
English (Autenrieth)
knowing, sagacious, Od. 16.374†.
English (Strong)
from ἐπίσταμαι; intelligent: endued with knowledge.
English (Thayer)
ἐπιστήμων, genitive ἐπιστήμονος, (ἐπίσταμαι), intelligent, experienced (especially one having the knowledge of an expert; cf. Schmidt, chapter 13 §§ 10,13): Homer down; the Sept..)
Greek Monolingual
ο και επιστήμων, ο, η (AM ἐπιστήμων, ὁ, ἡ) επίσταμαι
μσν.- νεοελλ.
αυτός που ύστερα από ειδικές σπουδές έχει αναγνωριστεί ως κάτοχος μιας επιστήμης
αρχ.-μσν.
έμπειρος, πεπειραμένος («τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας», Θουκ.)
αρχ.
1. συνετός, φρόνιμος («ἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε», Ομ. Οδ.)
2. εκείνος που έχει σαφή γνώση κάποιου θέματος ή επιστήμης
3. (με απρμφ.) αυτός που γνωρίζει πώς να κάνει κάτι («ἐπιστήμων δέ λέγειν τε καὶ σιγᾶν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐπιστήμων: -ον, γεν. -ονος (ἐπίσταμαι)·
I. 1. γνώστης, σοφός, έμπειρος, συνετός, σώφρων, φρόνιμος, γνωστικός, ἐπ. βουλῇ τε νόῳ τε, σε Ομήρ. Οδ.
2. γνώστης ενός πράγματος, επιδέξιος, ικανός ή έμπειρος, πεπειραμένος σε, με γεν., σε Θουκ. κ.λπ.
3. με απαρ., αυτός που ξέρει πως να κάνει κάτι, ειδικός, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. ἐπιστημόνως, με γνώση· συγκρ. -έστερον, σε Ξεν., υπερθ. -έστατα, σε Πλάτ.
II. κάτοχος τέλειας γνώσης, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐπιστήμων, ονος, ἐπίσταμαι
I. knowing, wise, prudent, ἐπ. βουλῇ τε νόῳ τε Od.
2. acquainted with a thing, skilled or versed in, c. gen., Thuc., etc.
3. c. inf. knowing how to do, Plat., etc.— adv., ἐπιστημόνως with knowledge: comp. -έστερον, Xen.; Sup. -έστατα, Plat.
II. possessed of perfect knowledge, Plat.
Chinese
原文音譯:™pist»mwn 誒披-士帖蒙
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在上-站(者)
字義溯源:有才智的,有經驗的,熟練的,有見識的;源自(ἐπίσταμαι)=熟悉);而 (ἐπίσταμαι)出自(ἐφίστημι)=在側),由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 有見識(1) 雅3:13
English (Woodhouse)
acquainted with, experienced, skilled, a good judge of, an authority on, experienced in, expert in, familiar with, learned in, master of, mistress of, practised in, proficient in, skilled in
Lexicon Thucydideum
peritus, skilled, expert, 1.142.6, 8.45.2.
Translations
expert
Albanian: ekspert; Amharic: ዓዋቂ; Arabic: مُتَخَصِّص, مُتَخَصِّصَة, خَبِير, خَبِيرَة; Egyptian Arabic: خبير; Armenian: փորձագետ; Azerbaijani: ekspert, mütəxəssis; Bashkir: белгес; Belarusian: эксперт, экспэрт; Bengali: বিশেষজ্ঞ, দক্ষ; Bulgarian: експерт; Burmese: ကျွမ်းကျင်သူ; Catalan: expert; Chinese Cantonese: 專家, 专家, 高手; Hakka: 高手; Mandarin: 專家, 专家, 專門家, 专门家, 高手; Min Nan: 高手; Czech: odborník, expert, znalec; Danish: ekspert; Dutch: deskundige, expert; Esperanto: kompetentulo; Estonian: asjatundja, ekspert; Finnish: asiantuntija, ekspertti; French: expert; Galician: experto; Georgian: ექსპერტი, სპეციალისტი, მცოდნე; German: Experte, Fachmann, Fachfrau; Greek: εμπειρογνώμων, εμπειροτέχνης, δεξιοτέχνης; Ancient Greek: ἐπιστήμων, εἰδήμων; Hebrew: מומחה / מֻמְחֶה; Hindi: विशेषज्ञ, माहिर, कबीर, सिद्धहस्त; Hungarian: szakértő, szakember; Icelandic: sérfræðingur; Indonesian: ahli, pakar, eksper, spesialis; Irish: saineolaí; Italian: esperto; Japanese: 専門家, 熟練者, 名人; Javanese: juru; Kazakh: сарапшы, маман; Khmer: ជំនាញ, អ្នកឯកទេស; Korean: 숙련자(熟鍊者), 전문가(專門家), 명인(名人); Kurdish Northern Kurdish: pispor; Kyrgyz: билгич; Lao: ຜູ້ຊ່ຽວຊານ; Latin: consultus; Latvian: eksperts, eksperte; Lithuanian: ekspertas; Macedonian: експерт; Malay: pakar; Maori: tautōhito, pūkenga, mātanga; Mongolian Cyrillic: мэргэжилтэн, шинжээч, эксперт; Navajo: yééhósinígíí; Ngazidja Comorian: mtââlamu; Norwegian Bokmål: ekspert; Occitan: expèrt; Ottoman Turkish: متخصص; Pashto: ماهر, متخصص; Persian: خبره, متخصص; Polish: ekspert; Portuguese: expert, especialista, perito; Romanian: expert; Russian: эксперт, специалист, специалистка, знаток; Scottish Gaelic: ealantach, eòlaiche; Serbo-Croatian Cyrillic: ѐксперт, стру̏чња̄к, зналац; Roman: èkspert, strȕčnjāk, ználac; Slovak: odborník, znalec, expert; Slovene: strokovnjak, izvedenec; Sorbian Lower Sorbian: eksperta; Spanish: perito, experto, conocedor; Swahili: mtaalam, mtaalamu; Swedish: expert, sakkunnig; Tagalog: dalubhasa, eksperto; Tajik: мутахассис, эксперт; Tatar: белгеч; Thai: ผู้เชี่ยวชาญ; Turkish: uzman, usta, üstat, mütehassıs, bilirkişi; Turkmen: ekspert, ussat; Ukrainian: експерт, фахівець, знавець; Urdu: ماہر; Uyghur: مۇتەخەسسىس; Uzbek: ekspert, mutaxassis; Vietnamese: chuyên gia; Welsh: arbenigwr; Yiddish: עקספּערט; Zazaki: pıspor, pıspore
prudent
Arabic: حَرِيص, حَكِيم; Egyptian Arabic: حريص; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı