ἐπίσφηνος

English (LSJ)

ἐπίσφηνον, wedge-shaped, IG7.3073.153 (Lebad.).

German (Pape)

[Seite 988] keilförmig, Clem. Al. strom. 6, 15.

Greek Monolingual

ἐπίσφηνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα σφήνας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίσφηνον
οτιδήποτε τίθεται ως σφήνα, η πρόσθετη σφήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφην «σφήνα»].