ἐπίφραξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἐπιφράσσω) obstruction of the earth, in eclipses, Plu.2.891f, Anaximand.11.

German (Pape)

[Seite 1001] ἡ, Verstopfung, Plut. plac. phil. 2, 29.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'obstruer, de cacher.
Étymologie: ἐπί, φράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίφραξις: -εως, ἡ, ἡ παρέμπτωσις τῆς γῆς ἐν ταῖς ἐκλείψεσι τῆς σελήνης, Πλούτ. 2. 891Ε.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίφραξις: εως ἡ астр. закрытие (при затмении) (γῆς Plut.).