ἐπανάτασις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A stretching upwards, holding up, τοῦ σκήπτρου Arist.Pol.1285b12; μάστιγος S.E.M.8.271.
II metaph., threatening, Ph.1.282 (pl.), al., POxy.237 viii 10 (ii A.D.), Iamb.Myst. 6.6; brandishing, σιδήρου PHal.1.186 (iii B.C.; misspelt ἐπάντασις).

German (Pape)

[Seite 901] ἡ, das Emporstrecken, -heben, σκήπτρου Arist. Pol. 3, 14; μάστιγος Sext. Emp. adv. log. 2, 271; Drohung, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανάτᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ἐπανατείνειν, ὁ δ’ ὅρκος ἦν αὐτοῖς τοῦ σκήπτρου ἐπανάτασις Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12· ἴδε τὴν λ. σκῆπτρον. ΙΙ. μεταφ., ἀπειλή, Φίλων 1. 282.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανάτᾰσις: εως ἡ поднятие (τοῦ σκήπτρου Arst.; τῆς μάστιγος Sext.).