σκῆπτρον
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
τό: Dor. σκᾶπτον (Pi.O.7.28, P.1.6, etc.), later σκᾶπτρον (AP7.428 (Mel.)), but σκῆπτρον in lyr. passages of Trag., as S.Ph.140: (σκήπτω):—
A staff or stick, used by the lame or aged, Il.18.416, Od.13.437, 14.31, 17.199, 18.103; ἰσχὺν.. νέμοντες ἐπὶ σκήπτροις A.Ag.75; σκήπτρῳ προδεικνύς, of a blind man feeling his way, S.OT 456; πρεσβῦται.. σκήπτροισιν ἄκασκα προβῶντες Cratin.126: metaph. of the daughters of Oedipus, ὦ σκῆπτρα φωτός his staffs or supports, S.OC1109, cf. 848:—the Prose word is βακτηρία.
II staff or baton, esp. as the badge of command, sceptre: in Hom. borne by kings and chiefs, and transmitted from father to son (whence Il.2.101 sqq. is called ἡ τοῦ σκήπτρου παράδοσις, Th.1.9), Il.9.156, Od. 11.569: also borne by heralds, Il.7.277, al.; by speakers, who on rising to speak received it from the herald, 1.234, 18.505, 23.568, Od.2.37; by priests and soothsayers, Il.1.15, A.Ag.1265; later by minstrels, first in Hes. Th.30; σ. χρύσεον Il.1.15, 2.268, Od.11.91, 569; wrought by Hephaestus, Il.2.101; χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον 1.245. In oaths or protests it was held up, the gods being called to witness, ib.234, 7.412, 10.321,328; ὁ δ' ὅρκος ἦν τοῦ σ. ἐπανάτασις Arist.Pol.1285b12; used as a stick or cudgel to punish the refractory, Il.2.199,265, Pi.O.7.28, S.OT811.
2 as a symbol of royalty, kingly power, etc., Il.6.159, 9.38; τοι Ζεὺς ἐγγυάλιξε σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστας ib.99, cf. 156,298, A.Pr.172 (anap.); τὸ θεῖον Διὸς σ. S.Ph.140 (lyr.): freq. in plural in this sense, Hdt.7.52; τύραννα σ. A.Pr.761, cf. Eu.626; ὃς.. σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχει S.OC425, cf. 449, etc.; σκῆπτρα χώρας E.HF1167.
III = Hebr. Shevet, of the tribes (φυλαί) of Israel, LXX 3 Ki.11.13,al.(but in 1 Ki.10.20 sq., φυλή (tribe) is a subdivision of σκῆπτρον).
IV = λυχνὶς στεφανωματική (Lychnis coronaria, Silene coronaria, rose campion), Ps.Dsc. 3.100.
German (Pape)
[Seite 896] τό, der Stab, eigtl. das, worauf man sich stützt (s. σκήπτω), wie der hinkende Hephästus ihn braucht, Il. 18, 416; οἷ σκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκεν, Od. 17, 199, dem ῥόπαλον in v. 195 entsprechend; dah. Wanderstab, Bettlerstab, 13, 437. 14, 31. 18, 103; Her. 1, 195; ἰσχὺν ἰσόπαιδα νέμοντες ἐπὶ σκήπτροις, Aesch. Ag. 75; vgl. Soph. O. R. 456. 811, der auch die den Vater stützenden u. leitenden Töchter so nennt, O. C. 852; ὦ σκῆπτρα φωτός, 1111. – Bes. als Zeichen irgend einer Würde od. Gewalt, das Scepter, Herrscherstab, Richterstab, Priesterstab, Heroldstab; bei Hom. bes. von Königen getragen, Il. 1, 234. 245. 2, 46. 101. 186. 199. 265. 268. 279; vgl. bes. Ζεὺς γάρ οἱ ὑπὸ σκήπτρῳ ἐδάμασσε, sc. δῆμον, Il. 6, 159; καί τοι Ζεὺς ἐγγυάλιξεν σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστας, 9, 99, wo die Vrbdg der königlichen u. richterlichen Gewalt bezeichnet ist; eben so, als Zeichen der königlichen Würde, Her. 7, 52; von Priestern u. Sehern, στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, Il. 1, 15; Od. 11, 91; vom Richter, Il. 1, 238. Od. 11, 569; von Gesandten u. Rednern, Il. 3, 216 Od. 2, 80, wenn Einer in der Volksversammlung auftritt, um zu reden, reicht ihm der Herold das σκῆπτρον, Il. 23, 568 Od. 2, 37; von Herolden, Il. 7, 277. 18, 505; später auch von Sängern, Hes. Th. 30 (vgl. ῥάβδος, ῥαψῳδός). Beim Scepter schwört Agamemnon, ναὶ μὰ τόδε σκῆπτρον, Il. 1, 234, wo es ausführlicher beschrieben wird; es wird beim Schwur in die Höhe gehoben, Il. 7, 412. 10, 321. 328; es dient auch zum Schlagen, 2, 199. 265. 268; ein solcher Stab ist gewöhnlich golden od. mit Gold belegt, χρύσεον, Il. 1, 15. 2, 268 Od. 11, 91. 569; mit goldenen Buckeln be-schlagen, χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον, Il. 1, 245; übh. von kunstvoller Metallarbeit, 2, 101. So auch Tragg.: πρὸς τοῦ τύραννα σκῆπτρα συληθήσεται, Aesch. Prom. 763; ἔχοντα σκῆπτρον ἰθυντήριον, Pers. 750; διοσδότοις σκήπτροισι τιμαλφούμενον, Eum. 596; ὃς νῦν σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχει, Soph. O. C. 426; u. so im plur., von der Königsherrschaft, 450. 1356 El. 641; vgl. παρ' ὅτῳ τὸ θεῖον Διὸς σκῆπτρον ἀνάσσεται, Phil. 140; παλαιὰ σκῆπτρα Ταντάλου λιπών, Eur. El. 11; σκῆπτρον ἀποδιδόναι τινί, Ar. Av. 1600, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bâton :
I. bâton pour s'appuyer ; fig. appui, soutien ; particul. bâton de voyageur ou de mendiant;
II. bâton de commandement :
1 bâton de roi ou de chef, sceptre ; souveraineté, puissance;
2 bâton de juge;
3 bâton de prêtre ou de devin;
4 bâton de héraut;
5 bâton d'ambassadeur ou d'orateur dans les assemblées aux temps héroïques.
Étymologie: σκήπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκῆπτρον -ου, τό σκήπτω Dor. σκᾶπτον, later σκᾶπτρον, scepter, staf:. σκήπτρῳ μέν τοι δῶκε τετιμῆσθαι (Zeus) heeft u gegeven geëerd te zijn door een scepter Il. 9.38. stok:; ἰσχὺν... νέμοντες ἐπὶ σκήπτροις onze kracht voortbewegend, (steunend) op stokken Aeschl. Ag. 75; overdr. steun:. οἱ πιστοὶ φίλοι σκῆπτρον βασιλεῦσιν ἀληθέστατον betrouwbare vrienden zijn voor koningen de meest waarachtige steun Xen. Cyr. 8.7.13.
Russian (Dvoretsky)
σκῆπτρον: дор. σκᾰπτον, поздн. Anth. σκᾶπτρον τό
1 палка, посох, перен. опора (σ. καὶ πήρη Hom.): τυφλὸς σκήπτρῳ προδεικνύς Soph. слепец, палкой нащупывающий дорогу; ἐκ τούτοιν σκήπτροιν Soph. с помощью двух этих опор;
2 жезл (знак достоинства жрецов, прорицателей, судей, послов, глашатаев, но тж. выступающих с речью): σ. οἱ ἔμβαλε χειρὶ κῆρυξ Hom. глашатай вложил ему в руку жезл, т. е. предоставил ему слово;
3 скиптр (τὸ σ. Διός Soph.); перен., тж. pl. царская власть: Πέλωψ δῶκε τὸ σ. Ἀτρέϊ Hom. Пелоп передал скиптр (т. е. царскую власть) Атрею; σκῆπτρα χώρας Eur. власть над страной.
English (Autenrieth)
staff of a wanderer or mendicant, sceptre of kings, priests, heralds, judges. (See the cut, No. 109, representing Agamemnon.) When a speaker arose to address the assembly, a sceptre was put into his hands by a herald. Fig., as symbol of royal power and dignity, Il. 2.46; see also Od. 2.37, Od. 11.91.
Spanish
Greek Monotonic
σκῆπτρον: τό, Δωρ. σκᾶπτον, μεταγεν. σκᾶπτρον (σκήπτω)·
I. ραβδί ή μπαστούνι που πάνω του στηρίζεται αυτός που το κρατάει, μπαστούνι που υποβοηθεί το βάδισμα, βακτηρία, μαγκούρα, πατερίτσα, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις κόρες του Οιδίποδα, σκῆπτρα φωτός, τα υποβοηθητικά του ραβδιά ή στηρίγματά του, σε Σοφ.
II. 1. ραβδί ως έμβλημα εξουσίας, σκήπτρο· στον Όμηρ. το κρατούσαν οι ηγεμόνες και μετέβαινε από πατέρα σε γιο, ενώ η τελετή παράδοσης στην Ομήρ. Ιλ. καλείται ἡ τοῦ σκήπτρου παράδοσις, σε Θουκ.· το κρατούσαν επίσης δικαστές, κήρυκες και αγορητές, οι οποίοι, όταν σηκώνονταν για να πάρουν τον λόγο, το παραλάμβαναν από τον κήρυκα, σε Όμηρ.
2. τα σκήπτρα, δηλ. βασιλεία, βασιλική ισχύς, εξουσία, σε Τραγ.
Greek (Liddell-Scott)
σκῆπτρον: τό· Δωρ. σκᾶπτον (Πινδ. Ο. 7. 50, Π. 1. 9, κτλ.), μεταγεν. σκᾶπτρον (Ἀνθ. Π. 7. 428), ἀλλὰ σκῆπτρον ἐν λυρ. χωρίοις τῶν Τραγικ., οἷον Σοφ. Φιλ. 140· (σκήπτω)· ― ῥάβδος, βακτηρία ἐφ᾿ ἧς στηρίζεται ὁ φέρων, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς προβεβηκόσιν, Ἰλ. Σ. 416, Ὀδ. Ν. 437, Ξ. 31, Ρ. 199, Σ 103· ἰσχὺν .. νέμοντες ἐπὶ σκήπτροις Αἰσχύλ. Ἀγ. 75· σκήπτρῳ προδεικνύς, ἐπὶ ἀνθρώπου τυφλοῦ ἐξετάζοντος τὴν ὁδὸν διὰ τῆς προεκτεταμένης ῥάβδου του, Σοφ. Ο. Τ. 456· πρεσβῦται .. σκήπτροισιν ἄκασκα προβῶντες Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 5· μεταφορ., ἐπὶ τῶν θυγατέρων τοῦ Οἰδίποδος, ὦ σκῆπτρα φωτός, βακτηρίαι ἢ στηρίγματα αὐτοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1109, πρβλ. 848, Εὐρ. Ἑκ. 281· ― σκίπων ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, ἀλλ᾿ ἡ παρὰ τοῖς πεζογράφοις λέξις εἶναι βακτηρία. ΙΙ. ῥάβδος, ῥαβδίον, μάλιστα δὲ ἡ δηλοῦσα ἀξίωμα, ἀρχὴν· παρ᾿ Ὁμήρῳ φέρουσιν αὐτὸ οἱ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες, μεταβαίνει δὲ ἀπὸ πατρὸς εἰς υἱόν, ὅθεν τὸ χωρίον ἐν Ἰλ. Β. 100 κἑξ. καλεῖται: ἡ τοῦ σκήπτρου παράδοσις, Θουκ. 1. 9· ― ὡσαύτως φέρουσιν αὐτὸ οἱ δικασταί, Ἰλ. Α. 238, Ι. 156, Ὀδ. Λ. 569· οἱ κήρυκες, Ἰλ. Η. 277, κτλ.· οἱ ἀγορεύοντες, οἱ ὁποῖοι ἐγειρόμενοι νὰ ὁμιλήσωσιν ἐλάμβανον αὐτὸ παρὰ τοῦ κήρυκος, Ἰλ. Ψ. 568, Ὀδ. Β. 37· οἱ ἱερεῖς καὶ μάντεις, Ἰλ. Α. 15, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1265· βραδύτερον δὲ καὶ οἰ ῥαψῳδοί, Ἡσ. Θ. 30· πρβλ. ῥάβδος, ῥαψῳδός. Τὸ σκῆπτρον ἦτο ἐκ χρυσοῦ ἢ ἐπίχρυσον, χρύσεον Ἰλ. Α. 15, Β. 268, Ὀδ. Λ. 91, 569· ἕν τι σκῆπτρον εἶχε κατασκευάσῃ ὁ Ἥφαιστος, Ἰλ. Β. 101· χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον Α. 246. Ὀμνύοντες ἢ διαμαρτυρόμενοι ὕψωνον αὐτὸ καὶ ἐπεκαλοῦντο μάρτυρας τοὺς θεούς, αὐτόθι 234, Η. 412, Κ. 321, 328· ὁ δ᾿ ὅρκος ἦν τοῦ σκήπτρου ἐπανάτασις Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12. Ἐχρησίμευε καὶ ὡς τιμωρητικὸν ὄργανον, ὡς ῥάβδος πρὸς σωφρονισμὸν τῶν ἀτακτούντων, Ἰλ. Β. 199, 265, πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 50, Σοφ. Ο. Τ. 811. 2) συχνάκις ὡς καὶ νῦν, = βασιλικὴ ἐξουσία, βασιλεία, ἀρχή, κτλ., Ἰλ. Ζ. 159, Ι. 38· ᾧ ἔδωκε Κρόνου πάϊς σκῆπτρόν τ᾿ ἠδὲ θέμιστας Β. 206, πρβλ. Ι. 156, 298, Αἰσχύλ. Πρ. 171· τὸ θεῖον Διὸς σκ. Σοφ. Φιλ. 140· συνήθως ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης, Ἡρόδ. 7. 52· τύραννα σκ. Αἰσχύλ. Πρ. 761, πρβλ. Εὐμ. 626· ὃς .. σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχει Σοφ. Ο. Κ. 425, πρβλ. 449, κτλ.· οὕτω, σκῆπτρα χώρας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1167· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 600, 1268. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ., σκῆπτρον = φυλή, ἐπὶ τῶν Ἰσραηλιτικῶν φυλῶν, ὡς μετάφρασις τῆς Ἐβρ. λέξ. Shevet, (ἀλλ᾿ ἐν Α΄ Βασιλ. Ι΄, 20 κἑξ., φυλὴ εἶναι ὑποδιαίρεσις τοῦ σκήπτρου)· ἴδε δωδεκάσκηπτρον. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «κυρίως μὲν πᾶσα ῥάβδος. ἀπὸ τοῦ σκηρίπτεσθαι ἐπ᾿ αὐτῇ, ὅ ἐστιν ἐπερείδεσθαι. καὶ τὸ βασιλικὸν δὲ σκῆπτρον».
Middle Liddell
σκῆπτρον, ου, τό, σκήπτω
I. a staff or stick to lean upon, a walking-stick, Hom., Aesch.: metaph. of the daughters of Oedipus, σκῆπτρα φωτός his staffs or supports, Soph.
II. a staff, as the badge of command, a sceptre: in Hom. borne by chiefs, and transmitted from father to son, whence the passage in Il. 2 is called ἡ τοῦ σκήπτρου παράδοσις, Thuc.:—also borne by judges, by heralds, by speakers, who on rising to speak received it from the herald, Hom.
2. the sceptre, i. e. royalty, kingly power, rule, Il., Trag.
English (Woodhouse)
government, power, staff, stick
Mantoulidis Etymological
(=ραβδί γιά νά στηρίζεται κανείς ἤ ὡς σύμβολο ἐξουσίας). Ἀπό τό σκήπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
τό cetro símbolo de poder de un dios γλύψον Σάραπιν προκαθήμενον ἔχοντα σ. Αἰγύπτιον καὶ ἐπὶ τοῦ σκήπτρου ἴβιν graba un Sarapis sentado, con un cetro egipcio y sobre el cetro un ibis P V 448 σε καλῶ, ... τὸν ἐπ' οὐρανίων σ. βασίλειον ἔχοντα a ti te llamo, el que sostiene el cetro real sobre los seres celestiales P IV 262 χρύσεον σ. ἑαῖς κατέχεις παλάμαισιν sostienes en tus manos un cetro de oro P IV 2843 ἐφάνη Καιρὸς κατέχων σ. ... καὶ ἐπέδωκεν τῷ θεῷ τῷ πρωτοκτιστῷ τὸ σκῆπτρον apareció Cairós sosteniendo un cetro y lo entregó al dios primer creado P XIII 187 P XIII 508 ἄναξ μάκαρ ἀθανάτων, Ταρτάρου σκῆπτρα λαβών bienaventurado soberano de los inmortales, que portas los cetros del Tártaro SM 42 20 P VI 9 (fr. lac.)
Lexicon Thucydideum
sceptrum, scepter, staff, 1.9.4.
Translations
staff
Armenian: ցուպ, ձեռնափայտ, գավազան; Basque: haga; Bulgarian: тояга; Catalan: bastó; Cebuano: sungkod; Chamicuro: chaskolo; Chinese Mandarin: 桿, 杆, 棒, 杖; Czech: hůl, tyč; Danish: stav, stang; Dutch: staf; Erzya: мандо; Esperanto: bastono; Finnish: sauva; French: bâton, canne; Galician: bastón, baloco, caxato; Georgian: ჯოხი, კვერთხი; German: Stab; Greek: ράβδος, ραβδί; Ancient Greek: βακτηρία; Hebrew: מַקֵּל, מַטֶּה; Hungarian: bot, rúd; Ido: bastono; Indonesian: tongkat; Irish: liúr; Italian: bastone, asta; Japanese: 杖, 棒; Javanese: tongkat; Korean: 막대기; Latin: baculum, scipio; Macedonian: стап; Malagasy: langilangy, tehina; Malay: tongkat; Maori: turupou, huakau, titipou; Middle English: staf, potent; Norwegian: stav; Bokmål: stav; Occitan: baston; Old Javanese: tĕkĕn; Persian: عصا; Polish: laska, kij; Portuguese: cajado; Russian: посох, палка, жезл; Scottish Gaelic: bata; Serbo-Croatian Cyrillic: шта̑п; Roman: štȃp; Slovak: palica, žrď, bakuľa; Spanish: bastón, báculo; Swahili: fimbo; Swedish: stav; Thai: ตะพด; Turkish: baston, asa, çomak; Zulu: induku
walking stick
Afrikaans: kierie; Akan: poma; Albanian: shkop; Arabic: عَصَايَة, خَيْزُرَانَة, عُكَّاز; Armenian: եղեգնափայտ, ձեռնափայտ, գավազան, ցուպ; Azerbaijani: çəlik, hasa, əl ağacı, əsa; Belarusian: трысці́на, кій, палка; Bulgarian: бастун; Catalan: bastó; Cebuano: sungkod; Chechen: ӏаса; Cherokee: ᎠᏙᎳᏅᏍᏗ; Chichewa: ndodo; Chinese Mandarin: 拐杖, 拐棍, 手杖, 青藜; Czech: hůl; Dutch: wandelstok, stok; Esperanto: bastono, promenbastono; Finnish: kävelykeppi; French: canne; Galician: bastón, caxato; Georgian: ყავარჯენი; German: Spazierstock, Krückstock, Gehstock, vierfüßiger Gehstock; Greek: μπαστούνι; Ancient Greek: βακτηρία, βακτήριον, βάκτρον, ῥάβδος, σκᾶπτον, σκᾶπτρον, σκῆπτρον, σκίπων; Gujarati: લાકડી; Hebrew: מקל הליכה; Hindi: छड़ी; Hungarian: sétabot, sétapálca; Icelandic: göngustafur, stafur, stiki; Irish: bata siúil, maide siúil; Italian: bastone, bastone da passeggio; Japanese: 杖, ステッキ; Kabuverdianu: bengala; Kazakh: аса; Khmer: ឈើច្រត់; Kikuyu: thimbũ; Korean: 지팡이; Kurdish Central Kurdish: داردەست; Ladino: baston; Lao: ເວລາຍ່າງໄມ້; Latin: baculum; Latvian: nūja, spieķis; Lithuanian: lazdà; Luhya: kumukwaju, kumkongojo; Macedonian: бастун; Manx: maidjey shooyl; Maori: turupou, tokotoko; Meru: mukwaju; Navajo: gish; Ojibwe: zaka'on; Old English: stæf; Persian: چوبدست; Plautdietsch: Gonstock; Polish: laska, kostur, kij; Portuguese: bengala; Punjabi: ਤੁਰਨ ਸਟਿੱਕ; Romanian: baston; Russian: трость, посох, клюка, палка; Scottish Gaelic: bata; Serbo-Croatian: štap za šetnju; Cyrillic: шта̑п; Roman: štȃp; Sicilian: vastuni; Silesian: kryka; Slovak: trstina, palica; Sotho: ho tsamaea thupa; Spanish: bastón; Sui: dyungx; Sundanese: leumpang iteuk; Swahili: bakora; Swedish: käpp, spatserkäpp, promenadkäpp; Tagalog: tungkod; Tajik: чӯбдаст; Taos: łòwatúną; Thai: ไม้เท้า; Tibetan: འཁར་རྒྱུག; Turkish: baston, koltuk değneği; Ukrainian: тростина, палиця, ціпок, палка; Urdu: چھڑی; Uzbek: hassa, aso; Vietnamese: ba toong; Volapük: stütastaf; Welsh: ffon; Yiddish: גיין שטעקן; Zulu: induku ehamba