ἐπαναδίπλωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, fold, double, Id.HA506b14.

German (Pape)

[Seite 899] τό, das Doppelte, Arist. H. A. 2, 15.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναδίπλωμα: ατος τό складка, сгиб (sc. τοῦ ἐντέρου Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναδίπλωμα: τό, τὸ ἀναδιπλούμενον, δίπλωμα, πτυχή, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 14.

Greek Monolingual

ἐπαναδίπλωμα, το (Α)
πτυχή.