δίπλωμα

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίπλωμα Medium diacritics: δίπλωμα Low diacritics: δίπλωμα Capitals: ΔΙΠΛΩΜΑ
Transliteration A: díplōma Transliteration B: diplōma Transliteration C: diploma Beta Code: di/plwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything double: hence of the parallel streams of the 'Milky Way', Arist.Mete. 346a24; of 'doubled' position of foetus at birth, Sor.2.60, Philum. ap.Aët.16.23.
II folded paper: hence, letter of recommendation, esp. passport, Cic.Att.10.17.4, Fam.6.12.3; later, order enabling a traveller to use the public post, Plu.Galb.8, OGI665.25 (Egypt, i A. D.), etc.; receipt for payment of licences or taxes, PAmh.2.92 (ii A. D.), etc.
2 duplicate, counterpart, CIG3276 (Smyrna).
3 δίπλωμα ὄνων, tax in Egypt, BGU213 (ii A. D.); δίπλωμα ἵππων PAmh.2.92.21 (ii A. D.).
III double pot for boiling unguents, etc., Dsc.2.77, Crito ap.Gal.13.37.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1doblez, parte doblada ἐν θατέρῳ ἡμικυκλίῳ τῷ τὸ δ. ἔχοντι como expl. de la mayor luminosidad de una zona de la Vía Láctea, Arist.Mete.346a24, cf. Olymp.in Mete.75.22, ἄνω μὲν τοῦ διπλώματος ὑπάρχοντος (τοῦ ἐμβρύου) Sor.139.21, cf. Philum. en Aët.16.23, δ. τοῦ τὴν χεῖρα σκέποντος μέρους τοῦ πέπλου Eust.551.8.
2 vasija doble para la preparación de fármacos διὰ διπλώματος ἕψων Crit.Hist. en Gal.13.37, cf. Dsc.2.77.2, Aët.1.123.
II jur. y admin.
1 documento doble, documento en doble ejemplar ταύτης τῆς ἐπιγραφῆς ἐξσφράγισμα ἀπόκειται ἐν τῷ ἱερῷ Καισαρήῳ γενηθὲν διπλώματι un ejemplar autentificado de la inscripción se encuentra por duplicado en el sagrado Cesareon, ISmyrna 236.18 (heleníst.), esp. en pap. en contratos de venta de esclavos δούλης ... τῆς καταγεγραμμένης μοι ὑπὸ αὐτοῦ κατὰ δ. Ἑλληνικόν PCol.219.8 (II d.C.), δούλην, ἣν καὶ αὐτὸς ἐπρίατο ἐν τοῖς ἔξω τόποις κατὰ δ. Ἑλληνικόν PVindob.Boswinkel 7.17 (III d.C.), cf. POxy.3053.12, 3054.9, BGU 913.3, PRoss.Georg.3.27.5 (todos III d.C.).
2 pase o permiso especial del prefecto u otras autoridades para requisar o utilizar alojamientos o medios de transporte, ITemple of Hibis 1.25 (I d.C.), cf. SEG 26.1392.40 (Sagalaso I d.C.), Plu.Galb.8, Cic.Att.209.4, Fam.6.12.3, Plin.Ep.10.120.1, Suet.Aug.50
orden de arresto δ. ἐπὶ Λαστᾶν POxy.3061.9 (I d.C.).
3 licencia profesional, sujeta a impuesto y certificado del mismo δ. ὄνων BGU 213.4, PHamb.9.22 (ambos II d.C.), δ. ἵππων PAmh.2.92.21 (II d.C.) en BL 1.3, δ. λαχα(νοπωλείου) PTeb.360.3 (II d.C.) en BL 1.427
certificado διπλώματα γάμων BGU 388.2.31 (II/III d.C.).
4 συσφραγισθὲν δ. trad. de lat. consignatae tabulae e.e. dípticos firmados conjuntamente por los testigos τοῦ Κανοληίου ἀπειρημένου τὴν ἐπιτροπέιαν κατὰ τὸ συσφραγισθὲν δ. habiendo Canuleyo renunciado a la tutela en virtud de un díptico firmado en común, BGU 1113.9 (I a.C.).

German (Pape)

[Seite 641] τό, das Doppelte; Arist. Meteorl. 1, 8; das Zusammengelegte, bes. ein offener Brief, Empfehlungsschreiben, Paß u. dgl.; Diplom, Inscr., Sp. – Bei den Aerzten ein Gefäß, welches in ein größeres mit siedendem Wasser angefülltes gesetzt wird, um darin zu kochen.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tablette ou papier plié en deux (lettre, brevet).
Étymologie: διπλόω.

Russian (Dvoretsky)

δίπλωμα: ατος τό
1 двойное количество Arst.;
2 (сложенное), письмо, документ, грамота (διπλώματα σεσημασμένα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δίπλωμα: τό, διπλάσιον, διπλοῦν, δὶς τόσον ἔκ τινος πράγματος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 18. ΙΙ. διπλωμένος χάρτης, ἐπιστολὴ συστατική, Κικ. Fam. 6. 12, κτλ.· ― μεταγεν., ἔγγραφον ἀδείας ἢ προνομίου διδομένου ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος ἢ ὑπὸ ἀρχόντων, δίπλωμα, Πλούτ. Γάλβ. 8, πρβλ. Suet. Octav. 50. 2) τὸ διπλοῦν, ἀντίγραφον, Συλλ. Ἐπιγρ. 3276. ΙΙΙ. διπλοῦν ἀγγεῖον (τὸ ἓν ἐντὸς τοῦ ἄλλου) πρὸς βράσιν μύρων, κτλ., Γαλην. 13. 535.

Greek Monolingual

το (AM δίπλωμα)
το να διπλώνει κανείς κάτι
νεοελλ.
1. τσάκισμα, δίπλωση
2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίοδίπλωμα ιατρικής»), «δίπλωμα παρασήμου»)
3. φρ. α) «δίπλωμα ευρεσιτεχνίας» — προνομιακό έγγραφο που δίνει η πολιτεία σε έναν εφευρέτη για την αποκλειστική εκμετάλλευση της εφευρέσεώς του
β) «βλάκας με δίπλωμα» — εντελώς ηλίθιος
αρχ.
1. διπλάσιο, διπλό
2. διπλωμένο χαρτί, συστατική επιστολή, διαβατήριο
3. έγγραφο που δίνει στους ταξιδιώτες ιδιαίτερα προνόμια κατά την πορεία τους μέσα από μια περιοχή
4. έγγραφο που απονέμει το δικαίωμα εισπράξεως, εκμεταλλεύσεως φόρου, δασμού
5. διπλόγραφο, αντίγραφο
6. διπλό αγγείο (το ένα μέσα στο άλλο) ειδικό για την παρασκευή φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλώ. Πρόκειται για λ. της διοικητικής γλώσσας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει χαρτί διπλωμένο ή πιθ. και διπλό. Η λ. έχει εισαχθεί και στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. diploma
γαλλ. diplome)].

Greek Monotonic

δίπλωμα: -ατος, τό, διπλό ή διπλωμένο χαρτί, συστατική επιστολή, γράμμα, έγγραφο, δίπλωμα, σε Κικ., Πλούτ.

Middle Liddell

n διπλόω
a doubled or folded paper, a letter of recommendation, diploma, Cic., Plut.