ἐπανασπείρω

English (LSJ)

sow again; and ἐπανα-σπορά, ἡ, second sowing, Tz.ad Hes.Op.444.

German (Pape)

[Seite 901] noch dazu aussäen, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανασπείρω: ἐπιβάλλω καὶ ἕτερον σπόρον ἐπὶ τοῦ ἄρτι σπαρέντος, δηλ. σπείρω ἀνωμάλως καὶ οὐχὶ συμμέτρως ἐπιρρίπτων σπόρους ἐπὶ σπόροις· καὶ ἐπανασπορὰ, τὸ ἐπανασπείρειν, Τζέτζ. Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 444.

Greek Monolingual

ἐπανασπείρω)
σπέρνω για δεύτερη φορά, ξανασπέρνω.