(αὔρα) breathe gently or blow gently, J.BJ1.21.5.
[Seite 906] anhauchen, anwehen, Ios. u. a. Sp.
ἐπαυρίζω: (αὔρα) πνέω ἢ φυσῶ ἐλαφρῶς ὡς αὔρα, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 5.
ἐπαυρίζω (Α) αύραπνέω, φυσώ ελαφρά σαν αύρα.