φυσώ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
οῦς, ἡ, Growth, personified, Emp.123.
Greek Monolingual
φυσῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, -έω, Α φῡσα
1. παράγω, προξενώ αέρα
2. (για άνεμο) πνέω
3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό
4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη φωτιά, κοντεύει να σβήσει» β. «ἀνέπλησα τὠφθαλμὼ πάλης φυσῶν τὸ πῦρ», Φερεκρ.)
5. επιχειρώ να σβήσω τη φλόγα (α. «φύσηξε και τά έσβησε όλα τα κεράκια της τούρτας» β. «φυσῶν τὴν λαμπάδ' ἔφευγε», Αριστοφ.)
6. αναπνέω έντονα, ξεφυσώ (α. «από τα νεύρα του φυσούσε και φώναζε συνεχώς» β. «τί δεινὰ φυσᾷς αἱματηρὸν ὄμμ' ἔχων;», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (ως τριτοπροσ.) φυσά και φυσάει
α) έχει άνεμο, πνέει άνεμος
β) μτφ. (για πρόσ.) είναι όμορφα και κομψά ντυμένος
2. φρ. α) «φυσάει πολύ» — έχει πολύ αέρα. β) «δεν φυσάει καθόλου» — επικρατεί νηνεμία
γ) «φυσώ τη μύτη μου» — βγάζω με φύσημα τη βλέννα που έχω στη μύτη μου
δ) «τά [ή το] φυσά[ει]» — έχει πολλά χρήματα
ε) «το φυσάει και δεν κρυώνει» — λέγεται για κάποιον που δεν μπορεί να ξεχάσει εύκολα ένα αναπάντεχο πάθημά του, την κασκαρίκα που έπαθε
αρχ.
1. αποβάλλω με φύσημα κάτι από το στόμα ή από τα ρουθούνια («φυσώντ' ἄνω πρὸς ρῖνας... αἷμα», Σοφ.)
2. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἔνδοθεν αὐτὰς ὥσπερ κύστιν φυσᾷ», Αριστοφ.)
3. παίζω πνευστό μουσικό όργανο
4. (για νόσο) διαστέλλω, διατείνω
5. μτφ. α) αποπνέω («ἴδεθ' ὅποι προνέμεται τὸ δυσέριστον αἶμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.)
β) αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι
γ) απατώ
6. παθ. φυσσῶμαι, -άομαι- φέρομαι εδώ κι εκεί από φύσημα αέρα («ἀκάνθης πάππος ὥς φυσώμενος», Σοφ.)
7. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ πεφυσημένοι
πρησμένοι
8. φρ. α) «φυσῶ τὴν γνάθον» — φουσκώνω το μάγουλο για να ξυριστώ ευκολότερα (Αριστοφ.)
β) «φυσῶ τὰς γνάθους»
μτφ. αλαζονεύομαι (Δημοσθ.)
9. παροιμ. «φυσᾶν δίκτυον» — λεγόταν για εκείνους που ματαιοπονούσαν.