ἐπεγκολάπτω

English (LSJ)

engrave upon or besides, Lyc.782.

German (Pape)

[Seite 908] noch dazu eingraben, einhauen, Lyc. 782.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεγκολάπτω: ἐγχαράττω ἐπί τινος, Λυκόφρ. 782.

Greek Monolingual

ἐπεγκολάπτω (Α)
εγχαράσσω πάνω σε κάτι, χαράσσω επί πλέον.