ἐπειδὰν

Greek (Liddell-Scott)

ἐπειδὰν: ὅ ἐ. ἐπειδὴ ἂν (ἴδε ἐπεὶ Α. ΙΙ, ἂν Α. Ι. 2), μεθ’ ὑποτακτ. καὶ ἐπομένως μόνον ἐπὶ χρόνου. 2) αἱ μετ’ εὐκτ. χρήσεις ἐν τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι διωρθώθησαν ἤδη ἐξ ἀντιγράφων, ἴδε Ξεν. Κύρ. 1. 3, 11, Δημ. 865. 23· ἀλλὰ παρὰ τοῖς μεταγ. εὕρηται ὅπου παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. θὰ ὑπῆρχεν ἐπειδὴἐπειδὰν μεθ’ ὑποτακτ., ὡς παρ’ Ἀγαθίᾳ, κλ.