ἐπιάλμενος

English (LSJ)

v. ἐπιάλλομαι.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ion. de ἐφάλλομαι.

English (Autenrieth)

see ἐφάλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιάλμενος: эп. (= ἐφαλόμενος) sync. part. aor. 2 к ἐφάλλομαι.