ἐφάλλομαι
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
English (LSJ)
fut. ἐφαλοῦμαι LXX 1 Ki.10.6: Ep. aor. 2 ἐπᾶλτο, part. ἐπάλμενος, ἐπιάλμενος (v. infr.): regul. aor. 2 inf. ἐφαλέσθαι IG4.951.27 (Epid., iv B. C.):—spring upon, so as to attack, c. dat., Ἀστεροπαίῳ ἐπᾶλτο Il. 21.140, cf. 13.643; Τρώεσσιν ἐπάλμενος 11.489, etc.; ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί ib.421, cf. Od.14.220: without hostile sense, c. gen., ἵππων ἐπιάλμενος having leaped upon the chariot, Il.7.15; κύσσε.. μιν.. ἐπιάλμενος Od.24.320; of fame, ἐς Αἰθίοπας ἐπᾶλτο Pi.N.6.50: rare in Prose, ἐπὶ τὸν οὐδὸν ἐφαλλόμενον (a Homeric reminiscence) Pl.Ion 535b; ἐπὶ τὰν χῆρα IG l.c.; ἐπί τινας Act.Ap.19.16; ἵπποις Plu.2.139b; θαλάττης Alciphr.1.10; ζῴῳ, in hostile sense, Philum. Ven.33.3; εἰς τοὐπίσω ἐ., of an exercise, Gal.6.145: metaph., of the spirit of prophecy, LXX l. c.
German (Pape)
[Seite 1112] (s. ἅλλομαι), anspringen, darauf losspringen, bes. im feindlichen Sinne; Hom. im aor. sync. ἐπᾶλτό τινι, Il. 21, 140, Τρώεσσιν ἐπάλμενος, 11, 489, ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί, 11, 421, ἐπάλμενος ἔγχει, Od. 14, 220; die Form ἐπιάλμενον, wo die Bdtg des Feindseligen fortfällt, ἵππων, auf den Wagen springend, Il. 7, 15, u. κύσσε δέ μιν περιφὺς ἐπιάλμενος, indem er auf ihn zusprang, ihm um den Hals fiel, Od, 24, 320; so Hes. Th. 855 u. Theogn. 855; ἐς Αἰθίοπας ἐπᾶλτο Pind. N. 6, 52; ἐπὶ τὸν οὐδὸν ἐφαλλόμενος (nach Hom.) Plat. Ion 535 b; in späterer Prosa, τοῖς ἵπποις ἐφάλλεσθαι Plut. Conjug. praec. p. 413.
French (Bailly abrégé)
f. ἐφαλοῦμαι, ao.2 ion. 3ᵉ sg. ἐπᾶλτο > part. ἐπάλμενος ou ἐπιάλμενος;
1 sauter sur, s'élancer sur : ἵππων IL sur son char ; τοῖς ἵπποις PLUT à cheval ; se précipiter sur qqn, en signe de joie;
2 avec idée d'hostilité s'élancer sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἅλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐφάλλομαι: (эп. part. aor. ἐπάλμενος и ἐπιάλμενος, ион. 3 л. sing. aor. 2 ἐπᾶλτο)
1 вспрыгивать, вскакивать (ἵππων Hom. и τοῖς ἵπποις Plut.); ἐπὶ τὸν οὐδόν Plat.;
2 подскакивать, устремляться, бросаться (τινι Hom., ἔς τινα Pind. и ἐπί τινα NT; ἀπ᾽ Οὐλύμποιο Hes.): χύσσε μιν περιφύς, ἐπιάλμενος Hom. бросившись (к Лаэрту, Одиссей) обнял и поцеловал его.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφάλλομαι: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἀορ. β΄ μετὰ τοῦ τύπου τοῦ ὑπερσυντ. ἐπᾶλτο (πρβλ. ἀναπάλλω), μετὰ μετοχ. ἐπάλμενος, ἐπιάλμενος (ἴδε κατωτ.): Ἀποθ., τινάσσομαι ἐπάνω, ἀναπηδῶ ἐπί τινος ὥστε νὰ προσβάλω αὐτόν, ἐφορμῶ, μετὰ δοτ., Ἀστεροπαίῳ ἐπᾶλτο, «ἐφήλατο, ὥρμησε» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 140, πρβλ. Ν. 643· Τρώεσσιν ἐπάλμενος Λ. 489, κτλ.· ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρὶ αὐτόθι 421, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 220 ὡσαύτως, ἄνευ ἐχθρικῆς σημασίας, μετὰ γεν., ἐπιάλμενος ἵππων, πηδήσας ἐπὶ τὸ ἅρμα, Ἰλ. Η. 15· κύσσε μιν ἐπιάλμενος, ὁρμήσας ἐφίλησεν αὐτόν, Ὀδ. Ω. 320· ἐπὶ φήμης, ἐς Αἰθίοπας ἐπᾶλτο Πινδ. Ν. 6. 84· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐπὶ τὸν οὐδὸν ἐφ. Πλάτ. Ἴων 535Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 139Β, Ἀλκίφρονα 1. 10.
English (Autenrieth)
aor. 2 ἐπᾶλτο, part. ἐπάλμενος and ἐπιάλμενος: leap or spring upon or at; ἵππων, Il. 7.15; and freq. in hostile sense, τινί, Il. 13.643; in friendly sense, abs., Od. 24.320.
English (Slater)
ἐφάλλομαι: ἐπᾶλτο. (codd.: ἔπαλτο Schneidewin e Σ ἐπάλθη; cf. ἀνὰ δ' ἔπαλτ (O. 13.72) ) (N. 6.50) v. πάλλω.]
English (Strong)
from ἐπί and ἅλλομαι; to spring upon: leap on.
English (Thayer)
2nd aorist participle ἐφαλόμενος L T Tr WH; (ἐπί and ἅλλομαι, which see); from Homer down; to leap upon, spring upon: ἐπί τινα, R G present participle); (1 Samuel 16:13).
Greek Monolingual
ἐφάλλομαι (ΑΜ)
μσν.
(για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τον τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω
αρχ.
1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.)
3. (χωρίς εχθρική σημασία) πηδώ πάνω σε κάτι, αναπηδώ («ἵππων ἐπιάλμενος» — καθώς πηδούσε πάνω στο άρμα, Ομ. Ιλ.)
4. (για φήμη) διαδίδομαι γρήγορα («ἐς Αἰθίοπας ἐπᾱλτο», Πίνδ.)
5. φρ. «εφάλλομαι επί τι» — ορμώ προς το μέρος κάποιου, ορμώ επάνω («ἤ τὸν Ὀδυσσέα ὅταν ἐπὶ τὸν οὐδὸν ἐφαλλόμενον ᾄδῃς», Πλάτ.)
6. (για το πνεύμα της προφητείας) έρχομαι προς κάποιον, επιφοιτώ («καὶ ἐφαλεῖται ἐπὶ σὲ πνεῦμα Κυρίου» — και θα γίνει σε σένα επιφοίτηση πνεύματος, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλλομαι «πηδώ»].
Greek Monotonic
ἐφάλλομαι: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ ἐπ-ᾱλτο (πρβλ. ἀναπάλλω), με μτχ. ἐπ-άλμενος, ἐπι-άλμενος, αποθ., τινάζομαι επάνω, ορμώ εναντίον κάποιου, σε, κάνω επίθεση με ορμή, εφορμώ· με δοτ., Τρώεσσιν ἐπάλμενος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, χωρίς εχθρική σημασία, με γεν., ἐπιάλμενος ἵππων, πηδώντας πάνω στο άρμα, στο ίδ.
Middle Liddell
3rd sg. epic aor2 ἐπ-ᾶλτο part. ἐπ-άλμενος part. ἐπι-άλμενος [cf. ἀναπάλλω with part. ἐπ-άλμενος, ἐπι-άλμενος]
Dep.:— to spring upon, assail, c. dat., Τρώεσσιν ἐπάλμενος Il.:—also, without hostile sense, c. gen., ἐπιάλμενος ἵππων having leaped upon the chariot, Il.
Chinese
原文音譯:™f£llomai 誒弗阿羅買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-躍
字義溯源:跳在⋯之上,跳躍在上;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἅλλομαι / ἀνάλλομαι)*=跳)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 跳⋯之上(1) 徒19:16