ἐπιβαρές, heavy, HeroBel.102.9.
[Seite 928] ές, schwer, beschwerlich, Sp.
ἐπιβαρής: -ές, βαρύς, Ἥρων ἐν Βελοπ. σ. 137. 5. 2) φορτικός, Βίος Σιλβ. σ. 332. 10.- Ἐπίρρ. ἐπιβαρῶς Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 308. 1, ἔκδ. Λ.
ἐπιβαρής, -ές (AM)βεβαρημένος, βαρύς.