ἐπιβλάστησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, after-growth, Thphr. HP 3.5.5, CP1.10.6, 1.13.6.

German (Pape)

[Seite 929] ἡ, das Nachkeimen, der Nachtrieb, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβλάστησις: -εως, ἡ, ἡ μετὰ ταῦτα βλάστησις, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 6.

Greek Monolingual

ἐπιβλάστησις, η (Α) επιβλαστάνω
βλάστηση μετά από κάτι.