ἐπιβροχή

English (LSJ)

ἡ, wetting, bathing, Gal.14.732, Sor.1.67 (pl.).

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, das Anfeuchten, Benetzen, Gal.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβροχή: ἡ, (ἐπιβρέχω) τὸ ἐπιβρέχειν τι, Γαλην. τ. 7. σελ. 455, κτλ.

Greek Monolingual

ἐπιβροχή, η (Α)
διαπότιση, βρέξιμο.