βρέξιμο

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

το βρέχω
1. η βροχή
2. το κατάβρεγμα ή ράντισμα κάποιου (πράγματος) με νερό ή άλλο υγρό.