ἐπιγνωμοσύνη

English (LSJ)

ἡ, prudence, LXX Pr.16.23.

German (Pape)

[Seite 933] ἡ, Klugheit, kluge Entscheidung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγνωμοσύνη: ἡ φρόνησις, Ἑβδ. (Παροιμ. Ις΄. 23), Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἐπιγνωμοσύνη, η (AM) επιγνώμων
σύνεση, φρόνηση.