φρόνηση
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
η / φρόνησις, -ήσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρόνασις Α
γνώση του ορθού, σύνεση, σωφροσύνη
μσν.
εγκράτεια («σωφρόνως τὴν ζωὴν διήνυσας... μετὰ φρονήσεως ἔσχες», Μηναί.)
αρχ.
1. πρόθεση, σκοπός
2. αίσθηση, αντίληψη για κάτι
3. υψηλό φρόνημα, υπερηφάνεια («τὸ φῦναι πατρὸς εὐγενοῦς ἄπο ὅσην ἔχει φρόνησιν», Ευρ.)
4. (με κακή σημ.) αλαζονεία, έπαρση
5. κρίση
6. (για ζώο) ευφυΐα, πανουργία
7. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός τρία.