ἐπιδιάκειμαι

English (LSJ)

A to be staked upon a throw at dice, used as Pass. of ἐπιδιατίθημι, Poll. 9.96.
2. to be laid upon, καλάμοις, of vegetables, Sor.1.51.

German (Pape)

[Seite 937] (s. κεῖμαι), darauf gesetzt sein (s. ἐπιδιατίθημι), Poll. 9, 96.

Greek Monolingual

ἐπιδιάκειμαι (Α)
1. (για χρηματικό ποσό) κατατίθεμαι σε παιχνίδι κύβων
2. (για φυτά) απλώνομαι.