ἐπιδραμεῖν

English (LSJ)

ἐπιδρᾰμέτην, v. ἐπιτρέχω.

German (Pape)

[Seite 939] aor. zu ἐπιτρέχω.

English (Autenrieth)

see ἐπιτρέχω.

Greek Monotonic

ἐπιδρᾰμεῖν: απαρ. αορ. βʹ του ἐπιτρέχω· -δραμέτην, γʹ δυϊκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδραμεῖν: inf. aor. 2 к ἐπιτρέχω.