ἐπιθαλαττίδιος
English (LSJ)
= ἐπιθαλασσίδιος = ἐπιθαλάσσιος (lying on the coast, dwelling on the coast, marine).
French (Bailly abrégé)
att. c. ἐπιθαλασσίδιος.
German (Pape)
att. für ἐπιθαλασσίδιος.
= ἐπιθαλασσίδιος = ἐπιθαλάσσιος (lying on the coast, dwelling on the coast, marine).
att. c. ἐπιθαλασσίδιος.
att. für ἐπιθαλασσίδιος.