ἐπικαταχέω

English (LSJ)

pour upon, Jul.Mis.346d.

German (Pape)

[Seite 947] (s. χέω), noch dazu herabschütten, Gal.

Greek Monolingual

ἐπικαταχέω (Α) καταχέω
χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο.