ἐπικατηγόρημα

English (LSJ)

-ατος, τό, accusation, f.l. in Plu. 2.1127d.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. κατηγόρημα.
Étymologie: ἐπικατηγορέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικατηγόρημα: ατος τό (дополнительное) определение, название, наименование Plut.