ἐπικλίντης

English (LSJ)

ἐπικλίντου, ὁ, moving sideways, [σεισμοὶ] ἐπικλίνται earthquakes that move at acute angles, Arist.Mu.396a1 (v.l. ἐπικλίται: ἐπικλινίαι (sic) Lyd.Ost.53 codd.).

German (Pape)

[Seite 950] σεισμός, eine Erderschütterung in spitzen Winkeln nach den Seiten hin, Arist. mund. 4.

Greek Monolingual

ἐπικλίντης ή ἐπικλίτης, ὁ (Α)
οι σεισμοί που δονούν τη γη κατά οξείες γωνίες.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλίντης: ου ὁ боковой, косой: σεισμὸς ἐ. Arst. землетрясение, образующее косоугольные поднятия земной коры.