ἐπικρήηνον

English (LSJ)

ἐπικρᾱτ-κρήνειε, v. ἐπικραίνω.

French (Bailly abrégé)

impér. ao. de ἐπικραιαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρήηνον: -κρήνειε, ἴδε ἐν λ. ἐπικραίνω.

English (Autenrieth)

see ἐπικραίνω.

Greek Monotonic

ἐπικρήηνον: Επικ. προστ. αορ. αʹ του ἐπικραίνω· ἐπικρήνειε, γʹ ενικ. ευκτ.