ἐπικραίνω

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικραίνω Medium diacritics: ἐπικραίνω Low diacritics: επικραίνω Capitals: ΕΠΙΚΡΑΙΝΩ
Transliteration A: epikraínō Transliteration B: epikrainō Transliteration C: epikraino Beta Code: e)pikrai/nw

English (LSJ)

Ep. ἐπικραιαίνω, 3sg. fut. ἐπικρᾱνεῖ dub. in A.Ag.1340 codd.(anap.): aor. 1 ἐπέκρᾱνα, Ep. ἐπέκρηνα, ἐπεκρήηνα(v. infr.):—Med., 3pl. aor. 1 ἐπεκρήναντο Q.S.14.297:—bring to pass, accomplish, ἀρὴν πᾶσαν ἐπικρήνειε may he fulfil it, Il.15.599; οὔ σφιν ἐπεκραίαινε he fulfilled it not for them, 3.302, cf. 2.419 (v.l. ἐπεκράαινε); νῦν μοι τόδδ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ grant me this prayer, fulfil it, 1.455, etc.; μῦθον ἐπεκρήηνε καρήατι by a nod, Call.Dian.40; ἐπικραίνω τέλος A.Supp.624; ἀληθῆ Id.Th.887 (lyr.); γάμου πικρὰς τελευτάς Id.Ag.744 (lyr.); ποινὰς θανάτων ib.1340 (anap.); χάριν ἀντ' ἔργων ib.1546 (anap.), cf. S.Ph. 1468(anap.); τὸ δέον Archyt. ap. Iamb.Protr.4:—Pass., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράαντο the rims were finished off with gold, Od.4.132, cf. 616.

German (Pape)

[Seite 952] vollenden, in Erfüllung gehen lassen; ἀρὴν ἐπικρήνειε Il. 15, 599; Ζεὺς δ' ἐπέκρανεν τέλος Aesch. Suppl. 619; ςάμου πικρὰς τελευτάς Ag. 724; ἄλλων ποινὰγ θανάτων ἐπικρανεῖ 1313; zu Ende bringen, δαμίων, ὃς ταῦτ' ἐπέκρανεν Soph. Phil. 1454; sp. D.; τέρμα γὰρ εἴς με βίου Μοῖρ' ἐπέκρανε τόδε Ep. ad. 734 (App. 148). – In H. h. Merc. 531, (ῥάβδος) πάντας ἐπικραίνουσα θεούς, wird es beherrschen, lenken übersetzt, l. d., Herm. will πάντας ἐπικραίνουσ' οἴμους ἐπέων ändern.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπικρανῶ;
accomplir, mener à terme, réaliser.
Étymologie: ἐπί, κραίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικραίνω: эп. тж. ἐπικραιαίνω (fut. ἐπικρᾰνῶ, эп. 3 л. sing. aor. opt. ἐπικρήνειε)
1 приводить в исполнение, свершать, осуществлять (ἀρὴν πᾶσάν τινος Hom.; ποινὰς θανάτων Aesch.): νῦν μοι τόδ᾽ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ Hom. ныне исполни эту мою мольбу; χρυσῷ ἐπὶ χείλεα κεκράανται Hom. края (серебряной чаши) отделаны золотом;
2 направлять, управлять (πάντας θεούς - v.l. οἴμους ἐπέων τε καὶ ἔργων HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικραίνω: Ἐπικ. -κραιαίνω: μέλλ. -κρᾰνῶ (ἀλλὰ ἐπικρᾱνεῖ ἢ ἀντεπικρᾱνεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1340, περὶ ὧν ἴδε ἐν λέξει φαίνω)˙ ἀόρ. α΄ -έκρᾱνα, Ἐπικ. -έκρηνα, -εκρήηνα: - Μέσ., ἐπεκρήναντο Κόϊντ. Σμ. 14. 297. Ἐπιτελῶ, ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ἰλ., κλπ.˙ ἀρὴν πᾶσαν ἐπικρήνειε, «ἐπιτελέσειε» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 599˙ ὣς ἔφαν˙ οὐδ’ ἄρα πώ σφιν ἐπεκραίαινε Κρονίων, «οὕτως εἶπον˙ οὔπω δ’ ἄρα τὴν αἴτησιν αὐτοῖς ἐπετέλει ὁ τοῦ Κρόνου υἱὸς» (Θ. Γαζῆς), Γ. 302, πρβλ. Β. 419˙ ἠδ’ ἔτι καὶ νῦν μοι τόδ’ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ, «καὶ νῦν δή μοι ἐπιτέλεσον τὸ ἐπιθύμημα» (Σχόλ.) Ἰλ. Α. 455, κτλ.˙ μῦθον ἐπεκρήηνε καρήατι, διὰ κατανεύσεως τῆς κεφαλῆς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 40˙ οὕτω, ἐπ. τέλος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 624˙ ἀληθῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 687˙ γάμου πικρὰς τελευτὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 745˙ πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1468. - Παθ., χρυσῷ δ’ ἐπὶ χείλεα κεκράαντο, «ἤγουν ἐπὶ χρυσῷ τὰ χείλη ἀπήρτιστο καὶ τετελείωτο» (Εὐστ.), Ὀδ. Δ. 132, πρβλ. 616, Ο. 116˙ ἐπεκραίνεται μόρσιμος αἰὼν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 46, πρβλ. Εὐμ. 969. ΙΙ. διευθύνω, κυβερνῶ, θεοὺς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 531, ἔνθα ὁ Ἕρμαννος ἀναγινώσκει οἴμους ἀντὶ θεούς.

English (Autenrieth)

aor. opt. ἐπικρήνειε, imp. ἐπικρήηνον: bring to fulfilment, fulfil, accomplish. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπικραίνω (Α)
εκπληρώνω, επιτελώ, εκτελώ, φέρω εις πέρας («ἠδ’ ἔτι καὶ νῦν μοι τόδ’ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ», Ομ. Ιλ.)
2. παθ. ἐπικραίνομαι
κατασκευάζομαι, γίνομαι, εκτελούμαι, συμπληρώνομαι («ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰών», Αισχύλ.)
3. διευθύνω, κυβερνώ
4. προορίζω, προκαθορίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κραίνω «επιτελώ»].

Greek Monotonic

ἐπικραίνω: Επικ. -κραιαίνω· μέλ. -κρᾰνῶ, αόρ. αʹ -έκρᾱνα, Επικ. -έκρηνα και -εκρήηνα· εκτελώ, πετυχαίνω, εκπληρώνω, σε Ομήρ. Ιλ.· νῦνμοι τόδ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ, παραχώρησε, πραγματοποίησέ μου τώρα αυτή την προσευχή, εκπλήρωσέ την, στο ίδ. — Παθ., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράαντο, ολοκληρώθηκαν με χρυσάφι, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

epic -κραιαίνω fut. -κρᾰνῶ aor1 -έκρᾱνα epic -έκρηνα and -εκρήηνα
to bring to pass, accomplish, fulfil, Il.; νῦν μοι τόδ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ grant me now this prayer, fulfil it, Il.:—Pass., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράαντο were finished off with gold, Od.